헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσπελάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσπελάζω προσπελάσω

형태분석: προς (접두사) + πελάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 접근하다, 다가가다, 다가오다, 가까이하다, 도착하다, 나아가다, 전진하다
  2. 접근하다, 다가가다, 다가오다
  1. to make to approach, bring near to, having driven, against, to approach, having had intercourse with
  2. to draw nigh to, approach

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπελάζω

(나는) 접근한다

προσπελάζεις

(너는) 접근한다

προσπελάζει

(그는) 접근한다

쌍수 προσπελάζετον

(너희 둘은) 접근한다

προσπελάζετον

(그 둘은) 접근한다

복수 προσπελάζομεν

(우리는) 접근한다

προσπελάζετε

(너희는) 접근한다

προσπελάζουσιν*

(그들은) 접근한다

접속법단수 προσπελάζω

(나는) 접근하자

προσπελάζῃς

(너는) 접근하자

προσπελάζῃ

(그는) 접근하자

쌍수 προσπελάζητον

(너희 둘은) 접근하자

προσπελάζητον

(그 둘은) 접근하자

복수 προσπελάζωμεν

(우리는) 접근하자

προσπελάζητε

(너희는) 접근하자

προσπελάζωσιν*

(그들은) 접근하자

기원법단수 προσπελάζοιμι

(나는) 접근하기를 (바라다)

προσπελάζοις

(너는) 접근하기를 (바라다)

προσπελάζοι

(그는) 접근하기를 (바라다)

쌍수 προσπελάζοιτον

(너희 둘은) 접근하기를 (바라다)

προσπελαζοίτην

(그 둘은) 접근하기를 (바라다)

복수 προσπελάζοιμεν

(우리는) 접근하기를 (바라다)

προσπελάζοιτε

(너희는) 접근하기를 (바라다)

προσπελάζοιεν

(그들은) 접근하기를 (바라다)

명령법단수 προσπέλαζε

(너는) 접근해라

προσπελαζέτω

(그는) 접근해라

쌍수 προσπελάζετον

(너희 둘은) 접근해라

προσπελαζέτων

(그 둘은) 접근해라

복수 προσπελάζετε

(너희는) 접근해라

προσπελαζόντων, προσπελαζέτωσαν

(그들은) 접근해라

부정사 προσπελάζειν

접근하는 것

분사 남성여성중성
προσπελαζων

προσπελαζοντος

προσπελαζουσα

προσπελαζουσης

προσπελαζον

προσπελαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπελάζομαι

(나는) 접근된다

προσπελάζει, προσπελάζῃ

(너는) 접근된다

προσπελάζεται

(그는) 접근된다

쌍수 προσπελάζεσθον

(너희 둘은) 접근된다

προσπελάζεσθον

(그 둘은) 접근된다

복수 προσπελαζόμεθα

(우리는) 접근된다

προσπελάζεσθε

(너희는) 접근된다

προσπελάζονται

(그들은) 접근된다

접속법단수 προσπελάζωμαι

(나는) 접근되자

προσπελάζῃ

(너는) 접근되자

προσπελάζηται

(그는) 접근되자

쌍수 προσπελάζησθον

(너희 둘은) 접근되자

προσπελάζησθον

(그 둘은) 접근되자

복수 προσπελαζώμεθα

(우리는) 접근되자

προσπελάζησθε

(너희는) 접근되자

προσπελάζωνται

(그들은) 접근되자

기원법단수 προσπελαζοίμην

(나는) 접근되기를 (바라다)

προσπελάζοιο

(너는) 접근되기를 (바라다)

προσπελάζοιτο

(그는) 접근되기를 (바라다)

쌍수 προσπελάζοισθον

(너희 둘은) 접근되기를 (바라다)

προσπελαζοίσθην

(그 둘은) 접근되기를 (바라다)

복수 προσπελαζοίμεθα

(우리는) 접근되기를 (바라다)

προσπελάζοισθε

(너희는) 접근되기를 (바라다)

προσπελάζοιντο

(그들은) 접근되기를 (바라다)

명령법단수 προσπελάζου

(너는) 접근되어라

προσπελαζέσθω

(그는) 접근되어라

쌍수 προσπελάζεσθον

(너희 둘은) 접근되어라

προσπελαζέσθων

(그 둘은) 접근되어라

복수 προσπελάζεσθε

(너희는) 접근되어라

προσπελαζέσθων, προσπελαζέσθωσαν

(그들은) 접근되어라

부정사 προσπελάζεσθαι

접근되는 것

분사 남성여성중성
προσπελαζομενος

προσπελαζομενου

προσπελαζομενη

προσπελαζομενης

προσπελαζομενον

προσπελαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπελάσω

(나는) 접근하겠다

προσπελάσεις

(너는) 접근하겠다

προσπελάσει

(그는) 접근하겠다

쌍수 προσπελάσετον

(너희 둘은) 접근하겠다

προσπελάσετον

(그 둘은) 접근하겠다

복수 προσπελάσομεν

(우리는) 접근하겠다

προσπελάσετε

(너희는) 접근하겠다

προσπελάσουσιν*

(그들은) 접근하겠다

기원법단수 προσπελάσοιμι

(나는) 접근하겠기를 (바라다)

προσπελάσοις

(너는) 접근하겠기를 (바라다)

προσπελάσοι

(그는) 접근하겠기를 (바라다)

쌍수 προσπελάσοιτον

(너희 둘은) 접근하겠기를 (바라다)

προσπελασοίτην

(그 둘은) 접근하겠기를 (바라다)

복수 προσπελάσοιμεν

(우리는) 접근하겠기를 (바라다)

προσπελάσοιτε

(너희는) 접근하겠기를 (바라다)

προσπελάσοιεν

(그들은) 접근하겠기를 (바라다)

부정사 προσπελάσειν

접근할 것

분사 남성여성중성
προσπελασων

προσπελασοντος

προσπελασουσα

προσπελασουσης

προσπελασον

προσπελασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσπελάσομαι

(나는) 접근되겠다

προσπελάσει, προσπελάσῃ

(너는) 접근되겠다

προσπελάσεται

(그는) 접근되겠다

쌍수 προσπελάσεσθον

(너희 둘은) 접근되겠다

προσπελάσεσθον

(그 둘은) 접근되겠다

복수 προσπελασόμεθα

(우리는) 접근되겠다

προσπελάσεσθε

(너희는) 접근되겠다

προσπελάσονται

(그들은) 접근되겠다

기원법단수 προσπελασοίμην

(나는) 접근되겠기를 (바라다)

προσπελάσοιο

(너는) 접근되겠기를 (바라다)

προσπελάσοιτο

(그는) 접근되겠기를 (바라다)

쌍수 προσπελάσοισθον

(너희 둘은) 접근되겠기를 (바라다)

προσπελασοίσθην

(그 둘은) 접근되겠기를 (바라다)

복수 προσπελασοίμεθα

(우리는) 접근되겠기를 (바라다)

προσπελάσοισθε

(너희는) 접근되겠기를 (바라다)

προσπελάσοιντο

(그들은) 접근되겠기를 (바라다)

부정사 προσπελάσεσθαι

접근될 것

분사 남성여성중성
προσπελασομενος

προσπελασομενου

προσπελασομενη

προσπελασομενης

προσπελασομενον

προσπελασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπέλαζον

(나는) 접근하고 있었다

προσεπέλαζες

(너는) 접근하고 있었다

προσεπέλαζεν*

(그는) 접근하고 있었다

쌍수 προσεπελάζετον

(너희 둘은) 접근하고 있었다

προσεπελαζέτην

(그 둘은) 접근하고 있었다

복수 προσεπελάζομεν

(우리는) 접근하고 있었다

προσεπελάζετε

(너희는) 접근하고 있었다

προσεπέλαζον

(그들은) 접근하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεπελαζόμην

(나는) 접근되고 있었다

προσεπελάζου

(너는) 접근되고 있었다

προσεπελάζετο

(그는) 접근되고 있었다

쌍수 προσεπελάζεσθον

(너희 둘은) 접근되고 있었다

προσεπελαζέσθην

(그 둘은) 접근되고 있었다

복수 προσεπελαζόμεθα

(우리는) 접근되고 있었다

προσεπελάζεσθε

(너희는) 접근되고 있었다

προσεπελάζοντο

(그들은) 접근되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡσ δὲ ὅ τε λιμὸσ αὐτοὺσ καθῄρει καὶ ἡ ἀγρυπνία καὶ ὁ φόβοσ καὶ ὁ πόνοσ, τοῦ κακοῦ προσπελάζοντοσ, τὸ μὲν τέμενοσ ἐξέλιπον, ἐσ δὲ τὸν νεὼν αὐτοῦ καὶ τὸ τέγοσ ἀνέτρεχον. (Appian, The Foreign Wars, chapter 19 4:7)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 19 4:7)

  • πλεονάκισ δὲ προσπελάζοντοσ αὐτοῦ τῷ τείχει καὶ διαλεγομένου περὶ τούτων, ἔδοξε τοῖσ Ἀμβρακιώταισ εἰσκαλέσασθαι τὸν Ἀμύνανδρον εἰσ τὴν πόλιν. (Polybius, Histories, book 21, chapter 29 7:1)

    (폴리비오스, Histories, book 21, chapter 29 7:1)

유의어

  1. 접근하다

  2. 접근하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION