헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσμυθοποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσμυθοποιέω

형태분석: προσμυθοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to invent mythically besides

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσμυθοποίω

προσμυθοποίεις

προσμυθοποίει

쌍수 προσμυθοποίειτον

προσμυθοποίειτον

복수 προσμυθοποίουμεν

προσμυθοποίειτε

προσμυθοποίουσιν*

접속법단수 προσμυθοποίω

προσμυθοποίῃς

προσμυθοποίῃ

쌍수 προσμυθοποίητον

προσμυθοποίητον

복수 προσμυθοποίωμεν

προσμυθοποίητε

προσμυθοποίωσιν*

기원법단수 προσμυθοποίοιμι

προσμυθοποίοις

προσμυθοποίοι

쌍수 προσμυθοποίοιτον

προσμυθοποιοίτην

복수 προσμυθοποίοιμεν

προσμυθοποίοιτε

προσμυθοποίοιεν

명령법단수 προσμυθοποῖει

προσμυθοποιεῖτω

쌍수 προσμυθοποίειτον

προσμυθοποιεῖτων

복수 προσμυθοποίειτε

προσμυθοποιοῦντων, προσμυθοποιεῖτωσαν

부정사 προσμυθοποίειν

분사 남성여성중성
προσμυθοποιων

προσμυθοποιουντος

προσμυθοποιουσα

προσμυθοποιουσης

προσμυθοποιουν

προσμυθοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσμυθοποίουμαι

προσμυθοποίει, προσμυθοποίῃ

προσμυθοποίειται

쌍수 προσμυθοποίεισθον

προσμυθοποίεισθον

복수 προσμυθοποιοῦμεθα

προσμυθοποίεισθε

προσμυθοποίουνται

접속법단수 προσμυθοποίωμαι

προσμυθοποίῃ

προσμυθοποίηται

쌍수 προσμυθοποίησθον

προσμυθοποίησθον

복수 προσμυθοποιώμεθα

προσμυθοποίησθε

προσμυθοποίωνται

기원법단수 προσμυθοποιοίμην

προσμυθοποίοιο

προσμυθοποίοιτο

쌍수 προσμυθοποίοισθον

προσμυθοποιοίσθην

복수 προσμυθοποιοίμεθα

προσμυθοποίοισθε

προσμυθοποίοιντο

명령법단수 προσμυθοποίου

προσμυθοποιεῖσθω

쌍수 προσμυθοποίεισθον

προσμυθοποιεῖσθων

복수 προσμυθοποίεισθε

προσμυθοποιεῖσθων, προσμυθοποιεῖσθωσαν

부정사 προσμυθοποίεισθαι

분사 남성여성중성
προσμυθοποιουμενος

προσμυθοποιουμενου

προσμυθοποιουμενη

προσμυθοποιουμενης

προσμυθοποιουμενον

προσμυθοποιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • 1 προσμυθοποιεῖ δὲ ὁ ποιητὴσ τὸν ἐξωκεανισμὸν τὸν κατὰ τὴν πλάνην συμβάντα τὴν ἀπ’ ἐκείνου τοῦ πλοῦ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , other works49)

    (작자 미상, 비가, , other works49)

  • προσμυθοποιεῖ δὲ τὸν ἐξωκεανισμὸν τὸν κατὰ τὴν πλάνην συμβάντα τὴν ἀπ’ ἐκείνου τοῦ πλοῦ. (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 80:3)

    (스트라본, 지리학, book 1, chapter 2 80:3)

유의어

  1. to invent mythically besides

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION