Ancient Greek-English Dictionary Language

προσμειδιάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προσμειδιάω προσμειδιάσω

Structure: προς (Prefix) + μειδιά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to smile upon, approving

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσμειδίω προσμειδίᾳς προσμειδίᾳ
Dual προσμειδίᾱτον προσμειδίᾱτον
Plural προσμειδίωμεν προσμειδίᾱτε προσμειδίωσιν*
SubjunctiveSingular προσμειδίω προσμειδίῃς προσμειδίῃ
Dual προσμειδίητον προσμειδίητον
Plural προσμειδίωμεν προσμειδίητε προσμειδίωσιν*
OptativeSingular προσμειδίῳμι προσμειδίῳς προσμειδίῳ
Dual προσμειδίῳτον προσμειδιῷτην
Plural προσμειδίῳμεν προσμειδίῳτε προσμειδίῳεν
ImperativeSingular προσμειδῖᾱ προσμειδιᾶτω
Dual προσμειδίᾱτον προσμειδιᾶτων
Plural προσμειδίᾱτε προσμειδιῶντων, προσμειδιᾶτωσαν
Infinitive προσμειδίᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσμειδιων προσμειδιωντος προσμειδιωσα προσμειδιωσης προσμειδιων προσμειδιωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσμειδίωμαι προσμειδίᾳ προσμειδίᾱται
Dual προσμειδίᾱσθον προσμειδίᾱσθον
Plural προσμειδιῶμεθα προσμειδίᾱσθε προσμειδίωνται
SubjunctiveSingular προσμειδίωμαι προσμειδίῃ προσμειδίηται
Dual προσμειδίησθον προσμειδίησθον
Plural προσμειδιώμεθα προσμειδίησθε προσμειδίωνται
OptativeSingular προσμειδιῷμην προσμειδίῳο προσμειδίῳτο
Dual προσμειδίῳσθον προσμειδιῷσθην
Plural προσμειδιῷμεθα προσμειδίῳσθε προσμειδίῳντο
ImperativeSingular προσμειδίω προσμειδιᾶσθω
Dual προσμειδίᾱσθον προσμειδιᾶσθων
Plural προσμειδίᾱσθε προσμειδιᾶσθων, προσμειδιᾶσθωσαν
Infinitive προσμειδίᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσμειδιωμενος προσμειδιωμενου προσμειδιωμενη προσμειδιωμενης προσμειδιωμενον προσμειδιωμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσμειδιάσω προσμειδιάσεις προσμειδιάσει
Dual προσμειδιάσετον προσμειδιάσετον
Plural προσμειδιάσομεν προσμειδιάσετε προσμειδιάσουσιν*
OptativeSingular προσμειδιάσοιμι προσμειδιάσοις προσμειδιάσοι
Dual προσμειδιάσοιτον προσμειδιασοίτην
Plural προσμειδιάσοιμεν προσμειδιάσοιτε προσμειδιάσοιεν
Infinitive προσμειδιάσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσμειδιασων προσμειδιασοντος προσμειδιασουσα προσμειδιασουσης προσμειδιασον προσμειδιασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσμειδιάσομαι προσμειδιάσει, προσμειδιάσῃ προσμειδιάσεται
Dual προσμειδιάσεσθον προσμειδιάσεσθον
Plural προσμειδιασόμεθα προσμειδιάσεσθε προσμειδιάσονται
OptativeSingular προσμειδιασοίμην προσμειδιάσοιο προσμειδιάσοιτο
Dual προσμειδιάσοισθον προσμειδιασοίσθην
Plural προσμειδιασοίμεθα προσμειδιάσοισθε προσμειδιάσοιντο
Infinitive προσμειδιάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσμειδιασομενος προσμειδιασομενου προσμειδιασομενη προσμειδιασομενης προσμειδιασομενον προσμειδιασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to smile upon

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION