- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

μειδιάω?

α-contract Verb; Transliteration: meidiaō

Principal Part: μειδιάω ἐμειδίασα

Structure: μειδιά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: only used in epic 3rd sg. aor1 μείδησε, part. μειδήσας, -σασα

Sense

  1. (Epic verb) to smile

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μειδίω μειδίᾳς μειδίᾳ
Dual μειδίατον μειδίατον
Plural μειδίωμεν μειδίατε μειδίωσι(ν)
SubjunctiveSingular μειδίω μειδίῃς μειδίῃ
Dual μειδίητον μειδίητον
Plural μειδίωμεν μειδίητε μειδίωσι(ν)
OptativeSingular μειδίῳμι μειδίῳς μειδίῳ
Dual μειδίῳτον μειδιῷτην
Plural μειδίῳμεν μειδίῳτε μειδίῳεν
ImperativeSingular μειδῖα μειδιᾶτω
Dual μειδίατον μειδιᾶτων
Plural μειδίατε μειδιῶντων, μειδιᾶτωσαν
Infinitive μειδίαν
Participle MasculineFeminineNeuter
μειδιων μειδιωντος μειδιωσα μειδιωσης μειδιων μειδιωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μειδίωμαι μειδίᾳ μειδίαται
Dual μειδίασθον μειδίασθον
Plural μειδιῶμεθα μειδίασθε μειδίωνται
SubjunctiveSingular μειδίωμαι μειδίῃ μειδίηται
Dual μειδίησθον μειδίησθον
Plural μειδιώμεθα μειδίησθε μειδίωνται
OptativeSingular μειδιῷμην μειδίῳο μειδίῳτο
Dual μειδίῳσθον μειδιῷσθην
Plural μειδιῷμεθα μειδίῳσθε μειδίῳντο
ImperativeSingular μειδίω μειδιᾶσθω
Dual μειδίασθον μειδιᾶσθων
Plural μειδίασθε μειδιᾶσθων, μειδιᾶσθωσαν
Infinitive μειδίασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μειδιωμενος μειδιωμενου μειδιωμενη μειδιωμενης μειδιωμενον μειδιωμενου

Imperfect tense

Aorist tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμειδίασα ἐμειδίασας ἐμειδίασε(ν)
Dual ἐμειδιάσατον ἐμειδιασάτην
Plural ἐμειδιάσαμεν ἐμειδιάσατε ἐμειδίασαν
SubjunctiveSingular μειδιάσω μειδιάσῃς μειδιάσῃ
Dual μειδιάσητον μειδιάσητον
Plural μειδιάσωμεν μειδιάσητε μειδιάσωσι(ν)
OptativeSingular μειδιάσαιμι μειδιάσαις μειδιάσαι
Dual μειδιάσαιτον μειδιασαίτην
Plural μειδιάσαιμεν μειδιάσαιτε μειδιάσαιεν
ImperativeSingular μειδίασον μειδιασάτω
Dual μειδιάσατον μειδιασάτων
Plural μειδιάσατε μειδιασάντων
Infinitive μειδιάσαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μειδιασας μειδιασαντος μειδιασασα μειδιασασης μειδιασαν μειδιασαντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμειδιασάμην ἐμειδιάσω ἐμειδιάσατο
Dual ἐμειδιάσασθον ἐμειδιασάσθην
Plural ἐμειδιασάμεθα ἐμειδιάσασθε ἐμειδιάσαντο
SubjunctiveSingular μειδιάσωμαι μειδιάσῃ μειδιάσηται
Dual μειδιάσησθον μειδιάσησθον
Plural μειδιασώμεθα μειδιάσησθε μειδιάσωνται
OptativeSingular μειδιασαίμην μειδιάσαιο μειδιάσαιτο
Dual μειδιάσαισθον μειδιασαίσθην
Plural μειδιασαίμεθα μειδιάσαισθε μειδιάσαιντο
ImperativeSingular μειδίασαι μειδιασάσθω
Dual μειδιάσασθον μειδιασάσθων
Plural μειδιάσασθε μειδιασάσθων
Infinitive μειδιάσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μειδιασαμενος μειδιασαμενου μειδιασαμενη μειδιασαμενης μειδιασαμενον μειδιασαμενου

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀλλ οὐ Μειδίᾳ τούτων οὐδὲν ἔστ εἰπεῖν: (Demosthenes, Speeches 21-30, 50:5)
  • καίτοι πᾶσιν ὑμῖν ἐγὼ τοῦτο δείξω σαφῶς, ὅτι μηδὲν ἀσελγὲς ἐξῆν ποιοῦντι Μειδίᾳ μηδ ὑβρίζοντι μηδὲ τύπτοντι καὶ λυπεῖν ἐμὲ καὶ κατὰ τοὺς νόμους αὐτῷ φιλοτιμεῖσθαι πρὸς ὑμᾶς, καὶ μηδὲ διᾶραι περὶ αὐτοῦ τὸ στόμ ἔχειν ἐμέ. (Demosthenes, Speeches 21-30, 89:3)
  • Καλλισθένης Σφήττιος, Διόγνητος Θορίκιος, Μνησίθεος Ἀλωπεκῆθεν, οἴδαμεν Δημοσθένην, ᾧ μαρτυροῦμεν, κρίσιν λελογχότα Μειδίᾳ ἐξούλης, τῷ καὶ νῦν ὑπ αὐτοῦ κρινομένῳ δημοσίᾳ, καὶ ἤδη τῇ κρίσει ἐκείνῃ διαγεγονότα ἔτη ὀκτώ, καὶ τοῦ χρόνου γεγενημένον παντὸς αἴτιον Μειδίαν ἀεὶ προφασιζόμενον καὶ ἀναβαλλόμενον. (Demosthenes, Speeches 21-30, 107:1)
  • καὶ οὔτε λαχεῖν ἀδικηθέντα οὔτε διαιτητὴν γενέσθαι Μειδίᾳ οὔθ ὅλως τὴν αὐτὴν ὁδὸν βαδίζειν, ὡς ἐοίκεν, ἔστ ἀσφαλές. (Demosthenes, Speeches 21-30, 113:2)
  • ἁπάντων τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τούτων, ὧν ὁ μὲν ὧν εἷλεν ἀποστάς, ὁ δὲ καὶ θανάτῳ ζημιωθεὶς φαίνεται, πολλῷ δεινότερ εὖ οἶδ ὅτι πάντες ἂν εἶναι φήσειαν τὰ Μειδίᾳ πεπραγμένα: (Demosthenes, Speeches 21-30, 234:1)

Synonyms

  1. to smile

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION