Ancient Greek-English Dictionary Language

καταμειδιάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καταμειδιάω

Structure: κατα (Prefix) + μειδιά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to smile at, despise

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταμειδίω καταμειδίᾳς καταμειδίᾳ
Dual καταμειδίᾱτον καταμειδίᾱτον
Plural καταμειδίωμεν καταμειδίᾱτε καταμειδίωσιν*
SubjunctiveSingular καταμειδίω καταμειδίῃς καταμειδίῃ
Dual καταμειδίητον καταμειδίητον
Plural καταμειδίωμεν καταμειδίητε καταμειδίωσιν*
OptativeSingular καταμειδίῳμι καταμειδίῳς καταμειδίῳ
Dual καταμειδίῳτον καταμειδιῷτην
Plural καταμειδίῳμεν καταμειδίῳτε καταμειδίῳεν
ImperativeSingular καταμειδῖᾱ καταμειδιᾶτω
Dual καταμειδίᾱτον καταμειδιᾶτων
Plural καταμειδίᾱτε καταμειδιῶντων, καταμειδιᾶτωσαν
Infinitive καταμειδίᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταμειδιων καταμειδιωντος καταμειδιωσα καταμειδιωσης καταμειδιων καταμειδιωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταμειδίωμαι καταμειδίᾳ καταμειδίᾱται
Dual καταμειδίᾱσθον καταμειδίᾱσθον
Plural καταμειδιῶμεθα καταμειδίᾱσθε καταμειδίωνται
SubjunctiveSingular καταμειδίωμαι καταμειδίῃ καταμειδίηται
Dual καταμειδίησθον καταμειδίησθον
Plural καταμειδιώμεθα καταμειδίησθε καταμειδίωνται
OptativeSingular καταμειδιῷμην καταμειδίῳο καταμειδίῳτο
Dual καταμειδίῳσθον καταμειδιῷσθην
Plural καταμειδιῷμεθα καταμειδίῳσθε καταμειδίῳντο
ImperativeSingular καταμειδίω καταμειδιᾶσθω
Dual καταμειδίᾱσθον καταμειδιᾶσθων
Plural καταμειδίᾱσθε καταμειδιᾶσθων, καταμειδιᾶσθωσαν
Infinitive καταμειδίᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταμειδιωμενος καταμειδιωμενου καταμειδιωμενη καταμειδιωμενης καταμειδιωμενον καταμειδιωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to smile at

Derived

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION