헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταμειδιάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταμειδιάω

형태분석: κατα (접두사) + μειδιά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 경멸하다, 깔보다, 업신여기다
  1. to smile at, despise

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμειδίω

(나는) 경멸한다

καταμειδίᾳς

(너는) 경멸한다

καταμειδίᾳ

(그는) 경멸한다

쌍수 καταμειδίᾱτον

(너희 둘은) 경멸한다

καταμειδίᾱτον

(그 둘은) 경멸한다

복수 καταμειδίωμεν

(우리는) 경멸한다

καταμειδίᾱτε

(너희는) 경멸한다

καταμειδίωσιν*

(그들은) 경멸한다

접속법단수 καταμειδίω

(나는) 경멸하자

καταμειδίῃς

(너는) 경멸하자

καταμειδίῃ

(그는) 경멸하자

쌍수 καταμειδίητον

(너희 둘은) 경멸하자

καταμειδίητον

(그 둘은) 경멸하자

복수 καταμειδίωμεν

(우리는) 경멸하자

καταμειδίητε

(너희는) 경멸하자

καταμειδίωσιν*

(그들은) 경멸하자

기원법단수 καταμειδίῳμι

(나는) 경멸하기를 (바라다)

καταμειδίῳς

(너는) 경멸하기를 (바라다)

καταμειδίῳ

(그는) 경멸하기를 (바라다)

쌍수 καταμειδίῳτον

(너희 둘은) 경멸하기를 (바라다)

καταμειδιῷτην

(그 둘은) 경멸하기를 (바라다)

복수 καταμειδίῳμεν

(우리는) 경멸하기를 (바라다)

καταμειδίῳτε

(너희는) 경멸하기를 (바라다)

καταμειδίῳεν

(그들은) 경멸하기를 (바라다)

명령법단수 καταμειδῖᾱ

(너는) 경멸해라

καταμειδιᾶτω

(그는) 경멸해라

쌍수 καταμειδίᾱτον

(너희 둘은) 경멸해라

καταμειδιᾶτων

(그 둘은) 경멸해라

복수 καταμειδίᾱτε

(너희는) 경멸해라

καταμειδιῶντων, καταμειδιᾶτωσαν

(그들은) 경멸해라

부정사 καταμειδίᾱν

경멸하는 것

분사 남성여성중성
καταμειδιων

καταμειδιωντος

καταμειδιωσα

καταμειδιωσης

καταμειδιων

καταμειδιωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμειδίωμαι

(나는) 경멸당한다

καταμειδίᾳ

(너는) 경멸당한다

καταμειδίᾱται

(그는) 경멸당한다

쌍수 καταμειδίᾱσθον

(너희 둘은) 경멸당한다

καταμειδίᾱσθον

(그 둘은) 경멸당한다

복수 καταμειδιῶμεθα

(우리는) 경멸당한다

καταμειδίᾱσθε

(너희는) 경멸당한다

καταμειδίωνται

(그들은) 경멸당한다

접속법단수 καταμειδίωμαι

(나는) 경멸당하자

καταμειδίῃ

(너는) 경멸당하자

καταμειδίηται

(그는) 경멸당하자

쌍수 καταμειδίησθον

(너희 둘은) 경멸당하자

καταμειδίησθον

(그 둘은) 경멸당하자

복수 καταμειδιώμεθα

(우리는) 경멸당하자

καταμειδίησθε

(너희는) 경멸당하자

καταμειδίωνται

(그들은) 경멸당하자

기원법단수 καταμειδιῷμην

(나는) 경멸당하기를 (바라다)

καταμειδίῳο

(너는) 경멸당하기를 (바라다)

καταμειδίῳτο

(그는) 경멸당하기를 (바라다)

쌍수 καταμειδίῳσθον

(너희 둘은) 경멸당하기를 (바라다)

καταμειδιῷσθην

(그 둘은) 경멸당하기를 (바라다)

복수 καταμειδιῷμεθα

(우리는) 경멸당하기를 (바라다)

καταμειδίῳσθε

(너희는) 경멸당하기를 (바라다)

καταμειδίῳντο

(그들은) 경멸당하기를 (바라다)

명령법단수 καταμειδίω

(너는) 경멸당해라

καταμειδιᾶσθω

(그는) 경멸당해라

쌍수 καταμειδίᾱσθον

(너희 둘은) 경멸당해라

καταμειδιᾶσθων

(그 둘은) 경멸당해라

복수 καταμειδίᾱσθε

(너희는) 경멸당해라

καταμειδιᾶσθων, καταμειδιᾶσθωσαν

(그들은) 경멸당해라

부정사 καταμειδίᾱσθαι

경멸당하는 것

분사 남성여성중성
καταμειδιωμενος

καταμειδιωμενου

καταμειδιωμενη

καταμειδιωμενης

καταμειδιωμενον

καταμειδιωμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμειδῖων

(나는) 경멸하고 있었다

κατεμειδῖᾱς

(너는) 경멸하고 있었다

κατεμειδῖᾱν*

(그는) 경멸하고 있었다

쌍수 κατεμειδίᾱτον

(너희 둘은) 경멸하고 있었다

κατεμειδιᾶτην

(그 둘은) 경멸하고 있었다

복수 κατεμειδίωμεν

(우리는) 경멸하고 있었다

κατεμειδίᾱτε

(너희는) 경멸하고 있었다

κατεμειδῖων

(그들은) 경멸하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμειδιῶμην

(나는) 경멸당하고 있었다

κατεμειδίω

(너는) 경멸당하고 있었다

κατεμειδίᾱτο

(그는) 경멸당하고 있었다

쌍수 κατεμειδίᾱσθον

(너희 둘은) 경멸당하고 있었다

κατεμειδιᾶσθην

(그 둘은) 경멸당하고 있었다

복수 κατεμειδιῶμεθα

(우리는) 경멸당하고 있었다

κατεμειδίᾱσθε

(너희는) 경멸당하고 있었다

κατεμειδίωντο

(그들은) 경멸당하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 경멸하다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION