- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιμειδιάω?

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: epimeidiaō 고전 발음: [에삐메디아오:] 신약 발음: [애삐미디아오]

기본형: ἐπιμειδιάω ἐπιμειδιάσω

형태분석: ἐπι (접두사) + μειδιά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 상냥하다
  1. to smile upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιμειδίω

(나는) 상냥한다

ἐπιμειδίᾳς

(너는) 상냥한다

ἐπιμειδίᾳ

(그는) 상냥한다

쌍수 ἐπιμειδίατον

(너희 둘은) 상냥한다

ἐπιμειδίατον

(그 둘은) 상냥한다

복수 ἐπιμειδίωμεν

(우리는) 상냥한다

ἐπιμειδίατε

(너희는) 상냥한다

ἐπιμειδίωσι(ν)

(그들은) 상냥한다

접속법단수 ἐπιμειδίω

(나는) 상냥하자

ἐπιμειδίῃς

(너는) 상냥하자

ἐπιμειδίῃ

(그는) 상냥하자

쌍수 ἐπιμειδίητον

(너희 둘은) 상냥하자

ἐπιμειδίητον

(그 둘은) 상냥하자

복수 ἐπιμειδίωμεν

(우리는) 상냥하자

ἐπιμειδίητε

(너희는) 상냥하자

ἐπιμειδίωσι(ν)

(그들은) 상냥하자

기원법단수 ἐπιμειδίῳμι

(나는) 상냥하기를 (바라다)

ἐπιμειδίῳς

(너는) 상냥하기를 (바라다)

ἐπιμειδίῳ

(그는) 상냥하기를 (바라다)

쌍수 ἐπιμειδίῳτον

(너희 둘은) 상냥하기를 (바라다)

ἐπιμειδιῷτην

(그 둘은) 상냥하기를 (바라다)

복수 ἐπιμειδίῳμεν

(우리는) 상냥하기를 (바라다)

ἐπιμειδίῳτε

(너희는) 상냥하기를 (바라다)

ἐπιμειδίῳεν

(그들은) 상냥하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιμειδῖα

(너는) 상냥해라

ἐπιμειδιᾶτω

(그는) 상냥해라

쌍수 ἐπιμειδίατον

(너희 둘은) 상냥해라

ἐπιμειδιᾶτων

(그 둘은) 상냥해라

복수 ἐπιμειδίατε

(너희는) 상냥해라

ἐπιμειδιῶντων, ἐπιμειδιᾶτωσαν

(그들은) 상냥해라

부정사 ἐπιμειδίαν

상냥하는 것

분사 남성여성중성
ἐπιμειδιων

ἐπιμειδιωντος

ἐπιμειδιωσα

ἐπιμειδιωσης

ἐπιμειδιων

ἐπιμειδιωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιμειδίωμαι

(나는) 상냥된다

ἐπιμειδίᾳ

(너는) 상냥된다

ἐπιμειδίαται

(그는) 상냥된다

쌍수 ἐπιμειδίασθον

(너희 둘은) 상냥된다

ἐπιμειδίασθον

(그 둘은) 상냥된다

복수 ἐπιμειδιῶμεθα

(우리는) 상냥된다

ἐπιμειδίασθε

(너희는) 상냥된다

ἐπιμειδίωνται

(그들은) 상냥된다

접속법단수 ἐπιμειδίωμαι

(나는) 상냥되자

ἐπιμειδίῃ

(너는) 상냥되자

ἐπιμειδίηται

(그는) 상냥되자

쌍수 ἐπιμειδίησθον

(너희 둘은) 상냥되자

ἐπιμειδίησθον

(그 둘은) 상냥되자

복수 ἐπιμειδιώμεθα

(우리는) 상냥되자

ἐπιμειδίησθε

(너희는) 상냥되자

ἐπιμειδίωνται

(그들은) 상냥되자

기원법단수 ἐπιμειδιῷμην

(나는) 상냥되기를 (바라다)

ἐπιμειδίῳο

(너는) 상냥되기를 (바라다)

ἐπιμειδίῳτο

(그는) 상냥되기를 (바라다)

쌍수 ἐπιμειδίῳσθον

(너희 둘은) 상냥되기를 (바라다)

ἐπιμειδιῷσθην

(그 둘은) 상냥되기를 (바라다)

복수 ἐπιμειδιῷμεθα

(우리는) 상냥되기를 (바라다)

ἐπιμειδίῳσθε

(너희는) 상냥되기를 (바라다)

ἐπιμειδίῳντο

(그들은) 상냥되기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιμειδίω

(너는) 상냥되어라

ἐπιμειδιᾶσθω

(그는) 상냥되어라

쌍수 ἐπιμειδίασθον

(너희 둘은) 상냥되어라

ἐπιμειδιᾶσθων

(그 둘은) 상냥되어라

복수 ἐπιμειδίασθε

(너희는) 상냥되어라

ἐπιμειδιᾶσθων, ἐπιμειδιᾶσθωσαν

(그들은) 상냥되어라

부정사 ἐπιμειδίασθαι

상냥되는 것

분사 남성여성중성
ἐπιμειδιωμενος

ἐπιμειδιωμενου

ἐπιμειδιωμενη

ἐπιμειδιωμενης

ἐπιμειδιωμενον

ἐπιμειδιωμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεμειδῖων

(나는) 상냥하고 있었다

ἐπεμειδῖας

(너는) 상냥하고 있었다

ἐπεμειδῖα(ν)

(그는) 상냥하고 있었다

쌍수 ἐπεμειδίατον

(너희 둘은) 상냥하고 있었다

ἐπεμειδιᾶτην

(그 둘은) 상냥하고 있었다

복수 ἐπεμειδίωμεν

(우리는) 상냥하고 있었다

ἐπεμειδίατε

(너희는) 상냥하고 있었다

ἐπεμειδῖων

(그들은) 상냥하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεμειδιῶμην

(나는) 상냥되고 있었다

ἐπεμειδίω

(너는) 상냥되고 있었다

ἐπεμειδίατο

(그는) 상냥되고 있었다

쌍수 ἐπεμειδίασθον

(너희 둘은) 상냥되고 있었다

ἐπεμειδιᾶσθην

(그 둘은) 상냥되고 있었다

복수 ἐπεμειδιῶμεθα

(우리는) 상냥되고 있었다

ἐπεμειδίασθε

(너희는) 상냥되고 있었다

ἐπεμειδίωντο

(그들은) 상냥되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 상냥하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION