헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσκατηγορέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσκατηγορέω προσκατηγορήσω

형태분석: προσκατηγορέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 고소하다, 기소하다, 고발하다, 비난하다
  1. to accuse besides, to accuse, also

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκατηγόρω

(나는) 고소한다

προσκατηγόρεις

(너는) 고소한다

προσκατηγόρει

(그는) 고소한다

쌍수 προσκατηγόρειτον

(너희 둘은) 고소한다

προσκατηγόρειτον

(그 둘은) 고소한다

복수 προσκατηγόρουμεν

(우리는) 고소한다

προσκατηγόρειτε

(너희는) 고소한다

προσκατηγόρουσιν*

(그들은) 고소한다

접속법단수 προσκατηγόρω

(나는) 고소하자

προσκατηγόρῃς

(너는) 고소하자

προσκατηγόρῃ

(그는) 고소하자

쌍수 προσκατηγόρητον

(너희 둘은) 고소하자

προσκατηγόρητον

(그 둘은) 고소하자

복수 προσκατηγόρωμεν

(우리는) 고소하자

προσκατηγόρητε

(너희는) 고소하자

προσκατηγόρωσιν*

(그들은) 고소하자

기원법단수 προσκατηγόροιμι

(나는) 고소하기를 (바라다)

προσκατηγόροις

(너는) 고소하기를 (바라다)

προσκατηγόροι

(그는) 고소하기를 (바라다)

쌍수 προσκατηγόροιτον

(너희 둘은) 고소하기를 (바라다)

προσκατηγοροίτην

(그 둘은) 고소하기를 (바라다)

복수 προσκατηγόροιμεν

(우리는) 고소하기를 (바라다)

προσκατηγόροιτε

(너희는) 고소하기를 (바라다)

προσκατηγόροιεν

(그들은) 고소하기를 (바라다)

명령법단수 προσκατηγο͂ρει

(너는) 고소해라

προσκατηγορεῖτω

(그는) 고소해라

쌍수 προσκατηγόρειτον

(너희 둘은) 고소해라

προσκατηγορεῖτων

(그 둘은) 고소해라

복수 προσκατηγόρειτε

(너희는) 고소해라

προσκατηγοροῦντων, προσκατηγορεῖτωσαν

(그들은) 고소해라

부정사 προσκατηγόρειν

고소하는 것

분사 남성여성중성
προσκατηγορων

προσκατηγορουντος

προσκατηγορουσα

προσκατηγορουσης

προσκατηγορουν

προσκατηγορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκατηγόρουμαι

(나는) 고소된다

προσκατηγόρει, προσκατηγόρῃ

(너는) 고소된다

προσκατηγόρειται

(그는) 고소된다

쌍수 προσκατηγόρεισθον

(너희 둘은) 고소된다

προσκατηγόρεισθον

(그 둘은) 고소된다

복수 προσκατηγοροῦμεθα

(우리는) 고소된다

προσκατηγόρεισθε

(너희는) 고소된다

προσκατηγόρουνται

(그들은) 고소된다

접속법단수 προσκατηγόρωμαι

(나는) 고소되자

προσκατηγόρῃ

(너는) 고소되자

προσκατηγόρηται

(그는) 고소되자

쌍수 προσκατηγόρησθον

(너희 둘은) 고소되자

προσκατηγόρησθον

(그 둘은) 고소되자

복수 προσκατηγορώμεθα

(우리는) 고소되자

προσκατηγόρησθε

(너희는) 고소되자

προσκατηγόρωνται

(그들은) 고소되자

기원법단수 προσκατηγοροίμην

(나는) 고소되기를 (바라다)

προσκατηγόροιο

(너는) 고소되기를 (바라다)

προσκατηγόροιτο

(그는) 고소되기를 (바라다)

쌍수 προσκατηγόροισθον

(너희 둘은) 고소되기를 (바라다)

προσκατηγοροίσθην

(그 둘은) 고소되기를 (바라다)

복수 προσκατηγοροίμεθα

(우리는) 고소되기를 (바라다)

προσκατηγόροισθε

(너희는) 고소되기를 (바라다)

προσκατηγόροιντο

(그들은) 고소되기를 (바라다)

명령법단수 προσκατηγόρου

(너는) 고소되어라

προσκατηγορεῖσθω

(그는) 고소되어라

쌍수 προσκατηγόρεισθον

(너희 둘은) 고소되어라

προσκατηγορεῖσθων

(그 둘은) 고소되어라

복수 προσκατηγόρεισθε

(너희는) 고소되어라

προσκατηγορεῖσθων, προσκατηγορεῖσθωσαν

(그들은) 고소되어라

부정사 προσκατηγόρεισθαι

고소되는 것

분사 남성여성중성
προσκατηγορουμενος

προσκατηγορουμενου

προσκατηγορουμενη

προσκατηγορουμενης

προσκατηγορουμενον

προσκατηγορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκατηγορήσω

(나는) 고소하겠다

προσκατηγορήσεις

(너는) 고소하겠다

προσκατηγορήσει

(그는) 고소하겠다

쌍수 προσκατηγορήσετον

(너희 둘은) 고소하겠다

προσκατηγορήσετον

(그 둘은) 고소하겠다

복수 προσκατηγορήσομεν

(우리는) 고소하겠다

προσκατηγορήσετε

(너희는) 고소하겠다

προσκατηγορήσουσιν*

(그들은) 고소하겠다

기원법단수 προσκατηγορήσοιμι

(나는) 고소하겠기를 (바라다)

προσκατηγορήσοις

(너는) 고소하겠기를 (바라다)

προσκατηγορήσοι

(그는) 고소하겠기를 (바라다)

쌍수 προσκατηγορήσοιτον

(너희 둘은) 고소하겠기를 (바라다)

προσκατηγορησοίτην

(그 둘은) 고소하겠기를 (바라다)

복수 προσκατηγορήσοιμεν

(우리는) 고소하겠기를 (바라다)

προσκατηγορήσοιτε

(너희는) 고소하겠기를 (바라다)

προσκατηγορήσοιεν

(그들은) 고소하겠기를 (바라다)

부정사 προσκατηγορήσειν

고소할 것

분사 남성여성중성
προσκατηγορησων

προσκατηγορησοντος

προσκατηγορησουσα

προσκατηγορησουσης

προσκατηγορησον

προσκατηγορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσκατηγορήσομαι

(나는) 고소되겠다

προσκατηγορήσει, προσκατηγορήσῃ

(너는) 고소되겠다

προσκατηγορήσεται

(그는) 고소되겠다

쌍수 προσκατηγορήσεσθον

(너희 둘은) 고소되겠다

προσκατηγορήσεσθον

(그 둘은) 고소되겠다

복수 προσκατηγορησόμεθα

(우리는) 고소되겠다

προσκατηγορήσεσθε

(너희는) 고소되겠다

προσκατηγορήσονται

(그들은) 고소되겠다

기원법단수 προσκατηγορησοίμην

(나는) 고소되겠기를 (바라다)

προσκατηγορήσοιο

(너는) 고소되겠기를 (바라다)

προσκατηγορήσοιτο

(그는) 고소되겠기를 (바라다)

쌍수 προσκατηγορήσοισθον

(너희 둘은) 고소되겠기를 (바라다)

προσκατηγορησοίσθην

(그 둘은) 고소되겠기를 (바라다)

복수 προσκατηγορησοίμεθα

(우리는) 고소되겠기를 (바라다)

προσκατηγορήσοισθε

(너희는) 고소되겠기를 (바라다)

προσκατηγορήσοιντο

(그들은) 고소되겠기를 (바라다)

부정사 προσκατηγορήσεσθαι

고소될 것

분사 남성여성중성
προσκατηγορησομενος

προσκατηγορησομενου

προσκατηγορησομενη

προσκατηγορησομενης

προσκατηγορησομενον

προσκατηγορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπροσκατηγο͂ρουν

(나는) 고소하고 있었다

ἐπροσκατηγο͂ρεις

(너는) 고소하고 있었다

ἐπροσκατηγο͂ρειν*

(그는) 고소하고 있었다

쌍수 ἐπροσκατηγόρειτον

(너희 둘은) 고소하고 있었다

ἐπροσκατηγορεῖτην

(그 둘은) 고소하고 있었다

복수 ἐπροσκατηγόρουμεν

(우리는) 고소하고 있었다

ἐπροσκατηγόρειτε

(너희는) 고소하고 있었다

ἐπροσκατηγο͂ρουν

(그들은) 고소하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπροσκατηγοροῦμην

(나는) 고소되고 있었다

ἐπροσκατηγόρου

(너는) 고소되고 있었다

ἐπροσκατηγόρειτο

(그는) 고소되고 있었다

쌍수 ἐπροσκατηγόρεισθον

(너희 둘은) 고소되고 있었다

ἐπροσκατηγορεῖσθην

(그 둘은) 고소되고 있었다

복수 ἐπροσκατηγοροῦμεθα

(우리는) 고소되고 있었다

ἐπροσκατηγόρεισθε

(너희는) 고소되고 있었다

ἐπροσκατηγόρουντο

(그들은) 고소되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 고소하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION