Ancient Greek-English Dictionary Language

προσεξερείδομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: προσεξερείδομαι

Structure: προσεξερείδ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to support oneself by

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσεξερείδομαι προσεξερείδει, προσεξερείδῃ προσεξερείδεται
Dual προσεξερείδεσθον προσεξερείδεσθον
Plural προσεξερειδόμεθα προσεξερείδεσθε προσεξερείδονται
SubjunctiveSingular προσεξερείδωμαι προσεξερείδῃ προσεξερείδηται
Dual προσεξερείδησθον προσεξερείδησθον
Plural προσεξερειδώμεθα προσεξερείδησθε προσεξερείδωνται
OptativeSingular προσεξερειδοίμην προσεξερείδοιο προσεξερείδοιτο
Dual προσεξερείδοισθον προσεξερειδοίσθην
Plural προσεξερειδοίμεθα προσεξερείδοισθε προσεξερείδοιντο
ImperativeSingular προσεξερείδου προσεξερειδέσθω
Dual προσεξερείδεσθον προσεξερειδέσθων
Plural προσεξερείδεσθε προσεξερειδέσθων, προσεξερειδέσθωσαν
Infinitive προσεξερείδεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσεξερειδομενος προσεξερειδομενου προσεξερειδομενη προσεξερειδομενης προσεξερειδομενον προσεξερειδομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to support oneself by

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION