헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προθεσπίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προθεσπίζω προθεσπίσω

형태분석: προ (접두사) + θεσπίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 예측하다, 예언하다
  1. to foretell

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προθεσπίζω

(나는) 예측한다

προθεσπίζεις

(너는) 예측한다

προθεσπίζει

(그는) 예측한다

쌍수 προθεσπίζετον

(너희 둘은) 예측한다

προθεσπίζετον

(그 둘은) 예측한다

복수 προθεσπίζομεν

(우리는) 예측한다

προθεσπίζετε

(너희는) 예측한다

προθεσπίζουσιν*

(그들은) 예측한다

접속법단수 προθεσπίζω

(나는) 예측하자

προθεσπίζῃς

(너는) 예측하자

προθεσπίζῃ

(그는) 예측하자

쌍수 προθεσπίζητον

(너희 둘은) 예측하자

προθεσπίζητον

(그 둘은) 예측하자

복수 προθεσπίζωμεν

(우리는) 예측하자

προθεσπίζητε

(너희는) 예측하자

προθεσπίζωσιν*

(그들은) 예측하자

기원법단수 προθεσπίζοιμι

(나는) 예측하기를 (바라다)

προθεσπίζοις

(너는) 예측하기를 (바라다)

προθεσπίζοι

(그는) 예측하기를 (바라다)

쌍수 προθεσπίζοιτον

(너희 둘은) 예측하기를 (바라다)

προθεσπιζοίτην

(그 둘은) 예측하기를 (바라다)

복수 προθεσπίζοιμεν

(우리는) 예측하기를 (바라다)

προθεσπίζοιτε

(너희는) 예측하기를 (바라다)

προθεσπίζοιεν

(그들은) 예측하기를 (바라다)

명령법단수 προθέσπιζε

(너는) 예측해라

προθεσπιζέτω

(그는) 예측해라

쌍수 προθεσπίζετον

(너희 둘은) 예측해라

προθεσπιζέτων

(그 둘은) 예측해라

복수 προθεσπίζετε

(너희는) 예측해라

προθεσπιζόντων, προθεσπιζέτωσαν

(그들은) 예측해라

부정사 προθεσπίζειν

예측하는 것

분사 남성여성중성
προθεσπιζων

προθεσπιζοντος

προθεσπιζουσα

προθεσπιζουσης

προθεσπιζον

προθεσπιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προθεσπίζομαι

(나는) 예측된다

προθεσπίζει, προθεσπίζῃ

(너는) 예측된다

προθεσπίζεται

(그는) 예측된다

쌍수 προθεσπίζεσθον

(너희 둘은) 예측된다

προθεσπίζεσθον

(그 둘은) 예측된다

복수 προθεσπιζόμεθα

(우리는) 예측된다

προθεσπίζεσθε

(너희는) 예측된다

προθεσπίζονται

(그들은) 예측된다

접속법단수 προθεσπίζωμαι

(나는) 예측되자

προθεσπίζῃ

(너는) 예측되자

προθεσπίζηται

(그는) 예측되자

쌍수 προθεσπίζησθον

(너희 둘은) 예측되자

προθεσπίζησθον

(그 둘은) 예측되자

복수 προθεσπιζώμεθα

(우리는) 예측되자

προθεσπίζησθε

(너희는) 예측되자

προθεσπίζωνται

(그들은) 예측되자

기원법단수 προθεσπιζοίμην

(나는) 예측되기를 (바라다)

προθεσπίζοιο

(너는) 예측되기를 (바라다)

προθεσπίζοιτο

(그는) 예측되기를 (바라다)

쌍수 προθεσπίζοισθον

(너희 둘은) 예측되기를 (바라다)

προθεσπιζοίσθην

(그 둘은) 예측되기를 (바라다)

복수 προθεσπιζοίμεθα

(우리는) 예측되기를 (바라다)

προθεσπίζοισθε

(너희는) 예측되기를 (바라다)

προθεσπίζοιντο

(그들은) 예측되기를 (바라다)

명령법단수 προθεσπίζου

(너는) 예측되어라

προθεσπιζέσθω

(그는) 예측되어라

쌍수 προθεσπίζεσθον

(너희 둘은) 예측되어라

προθεσπιζέσθων

(그 둘은) 예측되어라

복수 προθεσπίζεσθε

(너희는) 예측되어라

προθεσπιζέσθων, προθεσπιζέσθωσαν

(그들은) 예측되어라

부정사 προθεσπίζεσθαι

예측되는 것

분사 남성여성중성
προθεσπιζομενος

προθεσπιζομενου

προθεσπιζομενη

προθεσπιζομενης

προθεσπιζομενον

προθεσπιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προθεσπίσω

(나는) 예측하겠다

προθεσπίσεις

(너는) 예측하겠다

προθεσπίσει

(그는) 예측하겠다

쌍수 προθεσπίσετον

(너희 둘은) 예측하겠다

προθεσπίσετον

(그 둘은) 예측하겠다

복수 προθεσπίσομεν

(우리는) 예측하겠다

προθεσπίσετε

(너희는) 예측하겠다

προθεσπίσουσιν*

(그들은) 예측하겠다

기원법단수 προθεσπίσοιμι

(나는) 예측하겠기를 (바라다)

προθεσπίσοις

(너는) 예측하겠기를 (바라다)

προθεσπίσοι

(그는) 예측하겠기를 (바라다)

쌍수 προθεσπίσοιτον

(너희 둘은) 예측하겠기를 (바라다)

προθεσπισοίτην

(그 둘은) 예측하겠기를 (바라다)

복수 προθεσπίσοιμεν

(우리는) 예측하겠기를 (바라다)

προθεσπίσοιτε

(너희는) 예측하겠기를 (바라다)

προθεσπίσοιεν

(그들은) 예측하겠기를 (바라다)

부정사 προθεσπίσειν

예측할 것

분사 남성여성중성
προθεσπισων

προθεσπισοντος

προθεσπισουσα

προθεσπισουσης

προθεσπισον

προθεσπισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προθεσπίσομαι

(나는) 예측되겠다

προθεσπίσει, προθεσπίσῃ

(너는) 예측되겠다

προθεσπίσεται

(그는) 예측되겠다

쌍수 προθεσπίσεσθον

(너희 둘은) 예측되겠다

προθεσπίσεσθον

(그 둘은) 예측되겠다

복수 προθεσπισόμεθα

(우리는) 예측되겠다

προθεσπίσεσθε

(너희는) 예측되겠다

προθεσπίσονται

(그들은) 예측되겠다

기원법단수 προθεσπισοίμην

(나는) 예측되겠기를 (바라다)

προθεσπίσοιο

(너는) 예측되겠기를 (바라다)

προθεσπίσοιτο

(그는) 예측되겠기를 (바라다)

쌍수 προθεσπίσοισθον

(너희 둘은) 예측되겠기를 (바라다)

προθεσπισοίσθην

(그 둘은) 예측되겠기를 (바라다)

복수 προθεσπισοίμεθα

(우리는) 예측되겠기를 (바라다)

προθεσπίσοισθε

(너희는) 예측되겠기를 (바라다)

προθεσπίσοιντο

(그들은) 예측되겠기를 (바라다)

부정사 προθεσπίσεσθαι

예측될 것

분사 남성여성중성
προθεσπισομενος

προθεσπισομενου

προθεσπισομενη

προθεσπισομενης

προθεσπισομενον

προθεσπισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεθέσπιζον

(나는) 예측하고 있었다

προεθέσπιζες

(너는) 예측하고 있었다

προεθέσπιζεν*

(그는) 예측하고 있었다

쌍수 προεθεσπίζετον

(너희 둘은) 예측하고 있었다

προεθεσπιζέτην

(그 둘은) 예측하고 있었다

복수 προεθεσπίζομεν

(우리는) 예측하고 있었다

προεθεσπίζετε

(너희는) 예측하고 있었다

προεθέσπιζον

(그들은) 예측하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεθεσπιζόμην

(나는) 예측되고 있었다

προεθεσπίζου

(너는) 예측되고 있었다

προεθεσπίζετο

(그는) 예측되고 있었다

쌍수 προεθεσπίζεσθον

(너희 둘은) 예측되고 있었다

προεθεσπιζέσθην

(그 둘은) 예측되고 있었다

복수 προεθεσπιζόμεθα

(우리는) 예측되고 있었다

προεθεσπίζεσθε

(너희는) 예측되고 있었다

προεθεσπίζοντο

(그들은) 예측되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν δὲ τῇ Κιλικίᾳ ἐστὶ καὶ τὸ τῆσ Σαρπηδονίασ Ἀρτέμιδοσ ἱερὸν καὶ μαντεῖον, τοὺσ δὲ χρησμοὺσ ἔνθεοι προθεσπίζουσιν. (Strabo, Geography, Book 14, chapter 5 38:5)

    (스트라본, 지리학, Book 14, chapter 5 38:5)

유의어

  1. 예측하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION