Ancient Greek-English Dictionary Language

προθέσμιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: προθέσμιος προθέσμιᾱ προθέσμιον

Structure: προθεσμι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: qesmo/s

Sense

  1. fore-appointed
  2. a day appointed beforehand, an appointed time

Examples

  • παρῄνει δὲ τοῖσ συνοῦσι μήτ’ ἀναβάλλεσθαι τὸ ἀγαθόν, ὅπερ τοὺσ πολλοὺσ ποιεῖν προθεσμίασ ὁριζομένουσ ἑορτὰσ ἢ πανηγύρεισ, ὡσ ἀπ’ ἐκείνων ἀρξομένουσ τοῦ μὴ ψεύσασθαι καὶ τοῦ ,τὰ δέοντα ποιῆσαι· (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 27:1)
  • καιρὸσ δὲ καὶ ὑμᾶσ ἀπιέναι ὅθεν ἥκετε, μὴ καὶ ὑπερήμεροι γένησθε τῆσ προθεσμίασ. (Lucian, Piscator, (no name) 52:3)
  • οὐκ ἀπόδοσισ, ἤδη τῆσ προθεσμίασ ἐνεστώσησ. (Lucian, Verae Historiae, book 1 36:10)
  • τῆσ δὲ ὡρισμένησ προθεσμίασ παρελθούσησ, χρύσεοσ ὁρᾶται· (Plutarch, Parallela minora, section 5 1:5)
  • οὗτοσ ὁ βωμὸσ περὶ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ἐν ᾧ τὸ χάσμα συνέβη γενέσθαι, λίθοσ γίνεται τῆσ δὲ ὡρισμένησ προθεσμίασ παρελθούσησ, χρύσεοσ ὁρᾶται· (Plutarch, Parallela minora, section 5 2:3)

Synonyms

  1. fore-appointed

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION