헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προορίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προορίζω προορίσω

형태분석: προ (접두사) + ὁρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to determine beforehand, to predetermine, pre-ordain

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προορίζω

προορίζεις

προορίζει

쌍수 προορίζετον

προορίζετον

복수 προορίζομεν

προορίζετε

προορίζουσιν*

접속법단수 προορίζω

προορίζῃς

προορίζῃ

쌍수 προορίζητον

προορίζητον

복수 προορίζωμεν

προορίζητε

προορίζωσιν*

기원법단수 προορίζοιμι

προορίζοις

προορίζοι

쌍수 προορίζοιτον

προοριζοίτην

복수 προορίζοιμεν

προορίζοιτε

προορίζοιεν

명령법단수 προόριζε

προοριζέτω

쌍수 προορίζετον

προοριζέτων

복수 προορίζετε

προοριζόντων, προοριζέτωσαν

부정사 προορίζειν

분사 남성여성중성
προοριζων

προοριζοντος

προοριζουσα

προοριζουσης

προοριζον

προοριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προορίζομαι

προορίζει, προορίζῃ

προορίζεται

쌍수 προορίζεσθον

προορίζεσθον

복수 προοριζόμεθα

προορίζεσθε

προορίζονται

접속법단수 προορίζωμαι

προορίζῃ

προορίζηται

쌍수 προορίζησθον

προορίζησθον

복수 προοριζώμεθα

προορίζησθε

προορίζωνται

기원법단수 προοριζοίμην

προορίζοιο

προορίζοιτο

쌍수 προορίζοισθον

προοριζοίσθην

복수 προοριζοίμεθα

προορίζοισθε

προορίζοιντο

명령법단수 προορίζου

προοριζέσθω

쌍수 προορίζεσθον

προοριζέσθων

복수 προορίζεσθε

προοριζέσθων, προοριζέσθωσαν

부정사 προορίζεσθαι

분사 남성여성중성
προοριζομενος

προοριζομενου

προοριζομενη

προοριζομενης

προοριζομενον

προοριζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION