Ancient Greek-English Dictionary Language

προκολακεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: προκολακεύω προκολακεύσω

Structure: προ (Prefix) + κολακεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to flatter beforehand

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκολακεύω προκολακεύεις προκολακεύει
Dual προκολακεύετον προκολακεύετον
Plural προκολακεύομεν προκολακεύετε προκολακεύουσιν*
SubjunctiveSingular προκολακεύω προκολακεύῃς προκολακεύῃ
Dual προκολακεύητον προκολακεύητον
Plural προκολακεύωμεν προκολακεύητε προκολακεύωσιν*
OptativeSingular προκολακεύοιμι προκολακεύοις προκολακεύοι
Dual προκολακεύοιτον προκολακευοίτην
Plural προκολακεύοιμεν προκολακεύοιτε προκολακεύοιεν
ImperativeSingular προκολάκευε προκολακευέτω
Dual προκολακεύετον προκολακευέτων
Plural προκολακεύετε προκολακευόντων, προκολακευέτωσαν
Infinitive προκολακεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκολακευων προκολακευοντος προκολακευουσα προκολακευουσης προκολακευον προκολακευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκολακεύομαι προκολακεύει, προκολακεύῃ προκολακεύεται
Dual προκολακεύεσθον προκολακεύεσθον
Plural προκολακευόμεθα προκολακεύεσθε προκολακεύονται
SubjunctiveSingular προκολακεύωμαι προκολακεύῃ προκολακεύηται
Dual προκολακεύησθον προκολακεύησθον
Plural προκολακευώμεθα προκολακεύησθε προκολακεύωνται
OptativeSingular προκολακευοίμην προκολακεύοιο προκολακεύοιτο
Dual προκολακεύοισθον προκολακευοίσθην
Plural προκολακευοίμεθα προκολακεύοισθε προκολακεύοιντο
ImperativeSingular προκολακεύου προκολακευέσθω
Dual προκολακεύεσθον προκολακευέσθων
Plural προκολακεύεσθε προκολακευέσθων, προκολακευέσθωσαν
Infinitive προκολακεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκολακευομενος προκολακευομενου προκολακευομενη προκολακευομενης προκολακευομενον προκολακευομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκολακεύσω προκολακεύσεις προκολακεύσει
Dual προκολακεύσετον προκολακεύσετον
Plural προκολακεύσομεν προκολακεύσετε προκολακεύσουσιν*
OptativeSingular προκολακεύσοιμι προκολακεύσοις προκολακεύσοι
Dual προκολακεύσοιτον προκολακευσοίτην
Plural προκολακεύσοιμεν προκολακεύσοιτε προκολακεύσοιεν
Infinitive προκολακεύσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκολακευσων προκολακευσοντος προκολακευσουσα προκολακευσουσης προκολακευσον προκολακευσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκολακεύσομαι προκολακεύσει, προκολακεύσῃ προκολακεύσεται
Dual προκολακεύσεσθον προκολακεύσεσθον
Plural προκολακευσόμεθα προκολακεύσεσθε προκολακεύσονται
OptativeSingular προκολακευσοίμην προκολακεύσοιο προκολακεύσοιτο
Dual προκολακεύσοισθον προκολακευσοίσθην
Plural προκολακευσοίμεθα προκολακεύσοισθε προκολακεύσοιντο
Infinitive προκολακεύσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκολακευσομενος προκολακευσομενου προκολακευσομενη προκολακευσομενης προκολακευσομενον προκολακευσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to flatter beforehand

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION