Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντικολακεύω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀντικολακεύω

Structure: ἀντικολακεύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to flatter in turn

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντικολακεύω ἀντικολακεύεις ἀντικολακεύει
Dual ἀντικολακεύετον ἀντικολακεύετον
Plural ἀντικολακεύομεν ἀντικολακεύετε ἀντικολακεύουσιν*
SubjunctiveSingular ἀντικολακεύω ἀντικολακεύῃς ἀντικολακεύῃ
Dual ἀντικολακεύητον ἀντικολακεύητον
Plural ἀντικολακεύωμεν ἀντικολακεύητε ἀντικολακεύωσιν*
OptativeSingular ἀντικολακεύοιμι ἀντικολακεύοις ἀντικολακεύοι
Dual ἀντικολακεύοιτον ἀντικολακευοίτην
Plural ἀντικολακεύοιμεν ἀντικολακεύοιτε ἀντικολακεύοιεν
ImperativeSingular ἀντικολάκευε ἀντικολακευέτω
Dual ἀντικολακεύετον ἀντικολακευέτων
Plural ἀντικολακεύετε ἀντικολακευόντων, ἀντικολακευέτωσαν
Infinitive ἀντικολακεύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντικολακευων ἀντικολακευοντος ἀντικολακευουσα ἀντικολακευουσης ἀντικολακευον ἀντικολακευοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντικολακεύομαι ἀντικολακεύει, ἀντικολακεύῃ ἀντικολακεύεται
Dual ἀντικολακεύεσθον ἀντικολακεύεσθον
Plural ἀντικολακευόμεθα ἀντικολακεύεσθε ἀντικολακεύονται
SubjunctiveSingular ἀντικολακεύωμαι ἀντικολακεύῃ ἀντικολακεύηται
Dual ἀντικολακεύησθον ἀντικολακεύησθον
Plural ἀντικολακευώμεθα ἀντικολακεύησθε ἀντικολακεύωνται
OptativeSingular ἀντικολακευοίμην ἀντικολακεύοιο ἀντικολακεύοιτο
Dual ἀντικολακεύοισθον ἀντικολακευοίσθην
Plural ἀντικολακευοίμεθα ἀντικολακεύοισθε ἀντικολακεύοιντο
ImperativeSingular ἀντικολακεύου ἀντικολακευέσθω
Dual ἀντικολακεύεσθον ἀντικολακευέσθων
Plural ἀντικολακεύεσθε ἀντικολακευέσθων, ἀντικολακευέσθωσαν
Infinitive ἀντικολακεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντικολακευομενος ἀντικολακευομενου ἀντικολακευομενη ἀντικολακευομενης ἀντικολακευομενον ἀντικολακευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῦτο δ’ ἦν οὐδὲν ἄλλο ἢ μὴ δυσωπεῖσθαι μηδ’ ἀντικολακεύειν τοὺσ ἐπαινοῦντασ. (Plutarch, De vitioso pudore, section 18 11:4)

Synonyms

  1. to flatter in turn

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION