헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προδιασύρω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προδιασύρω προδιασυρῶ

형태분석: προ (접두사) + διασύρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to pull in pieces or ridicule beforehand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προδιασύρω

προδιασύρεις

προδιασύρει

쌍수 προδιασύρετον

προδιασύρετον

복수 προδιασύρομεν

προδιασύρετε

προδιασύρουσιν*

접속법단수 προδιασύρω

προδιασύρῃς

προδιασύρῃ

쌍수 προδιασύρητον

προδιασύρητον

복수 προδιασύρωμεν

προδιασύρητε

προδιασύρωσιν*

기원법단수 προδιασύροιμι

προδιασύροις

προδιασύροι

쌍수 προδιασύροιτον

προδιασυροίτην

복수 προδιασύροιμεν

προδιασύροιτε

προδιασύροιεν

명령법단수 προδιάσυρε

προδιασυρέτω

쌍수 προδιασύρετον

προδιασυρέτων

복수 προδιασύρετε

προδιασυρόντων, προδιασυρέτωσαν

부정사 προδιασύρειν

분사 남성여성중성
προδιασυρων

προδιασυροντος

προδιασυρουσα

προδιασυρουσης

προδιασυρον

προδιασυροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προδιασύρομαι

προδιασύρει, προδιασύρῃ

προδιασύρεται

쌍수 προδιασύρεσθον

προδιασύρεσθον

복수 προδιασυρόμεθα

προδιασύρεσθε

προδιασύρονται

접속법단수 προδιασύρωμαι

προδιασύρῃ

προδιασύρηται

쌍수 προδιασύρησθον

προδιασύρησθον

복수 προδιασυρώμεθα

προδιασύρησθε

προδιασύρωνται

기원법단수 προδιασυροίμην

προδιασύροιο

προδιασύροιτο

쌍수 προδιασύροισθον

προδιασυροίσθην

복수 προδιασυροίμεθα

προδιασύροισθε

προδιασύροιντο

명령법단수 προδιασύρου

προδιασυρέσθω

쌍수 προδιασύρεσθον

προδιασυρέσθων

복수 προδιασύρεσθε

προδιασυρέσθων, προδιασυρέσθωσαν

부정사 προδιασύρεσθαι

분사 남성여성중성
προδιασυρομενος

προδιασυρομενου

προδιασυρομενη

προδιασυρομενης

προδιασυρομενον

προδιασυρομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to pull in pieces or ridicule beforehand

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION