헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προξενέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προξενέω προξενήσω προὐξένηκα

형태분석: προξενέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 있다, 돌보다, 함께하다, 있으시다, 쳐다보다, 올려다 보다
  2. 수여하다, 얻다, 획득하다, 두다, 안내하다, 있다, 놓다, 놓이다, 쳐다보다, ~에 원인이 있다
  1. to be, he is, to act as, to, to be, protector, patron
  2. to manage or effect, to lend, to procure, to put, upon, to be the means, to grant, to be, guide
  3. to introduce or recommend

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προξενῶ

(나는) 있는다

προξενεῖς

(너는) 있는다

προξενεῖ

(그는) 있는다

쌍수 προξενεῖτον

(너희 둘은) 있는다

προξενεῖτον

(그 둘은) 있는다

복수 προξενοῦμεν

(우리는) 있는다

προξενεῖτε

(너희는) 있는다

προξενοῦσιν*

(그들은) 있는다

접속법단수 προξενῶ

(나는) 있자

προξενῇς

(너는) 있자

προξενῇ

(그는) 있자

쌍수 προξενῆτον

(너희 둘은) 있자

προξενῆτον

(그 둘은) 있자

복수 προξενῶμεν

(우리는) 있자

προξενῆτε

(너희는) 있자

προξενῶσιν*

(그들은) 있자

기원법단수 προξενοῖμι

(나는) 있기를 (바라다)

προξενοῖς

(너는) 있기를 (바라다)

προξενοῖ

(그는) 있기를 (바라다)

쌍수 προξενοῖτον

(너희 둘은) 있기를 (바라다)

προξενοίτην

(그 둘은) 있기를 (바라다)

복수 προξενοῖμεν

(우리는) 있기를 (바라다)

προξενοῖτε

(너희는) 있기를 (바라다)

προξενοῖεν

(그들은) 있기를 (바라다)

명령법단수 προξένει

(너는) 있어라

προξενείτω

(그는) 있어라

쌍수 προξενεῖτον

(너희 둘은) 있어라

προξενείτων

(그 둘은) 있어라

복수 προξενεῖτε

(너희는) 있어라

προξενούντων, προξενείτωσαν

(그들은) 있어라

부정사 προξενεῖν

있는 것

분사 남성여성중성
προξενων

προξενουντος

προξενουσα

προξενουσης

προξενουν

προξενουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προξενοῦμαι

προξενεῖ, προξενῇ

προξενεῖται

쌍수 προξενεῖσθον

προξενεῖσθον

복수 προξενούμεθα

προξενεῖσθε

προξενοῦνται

접속법단수 προξενῶμαι

προξενῇ

προξενῆται

쌍수 προξενῆσθον

προξενῆσθον

복수 προξενώμεθα

προξενῆσθε

προξενῶνται

기원법단수 προξενοίμην

προξενοῖο

προξενοῖτο

쌍수 προξενοῖσθον

προξενοίσθην

복수 προξενοίμεθα

προξενοῖσθε

προξενοῖντο

명령법단수 προξενοῦ

προξενείσθω

쌍수 προξενεῖσθον

προξενείσθων

복수 προξενεῖσθε

προξενείσθων, προξενείσθωσαν

부정사 προξενεῖσθαι

분사 남성여성중성
προξενουμενος

προξενουμενου

προξενουμενη

προξενουμενης

προξενουμενον

προξενουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προξενήσω

(나는) 있겠다

προξενήσεις

(너는) 있겠다

προξενήσει

(그는) 있겠다

쌍수 προξενήσετον

(너희 둘은) 있겠다

προξενήσετον

(그 둘은) 있겠다

복수 προξενήσομεν

(우리는) 있겠다

προξενήσετε

(너희는) 있겠다

προξενήσουσιν*

(그들은) 있겠다

기원법단수 προξενήσοιμι

(나는) 있겠기를 (바라다)

προξενήσοις

(너는) 있겠기를 (바라다)

προξενήσοι

(그는) 있겠기를 (바라다)

쌍수 προξενήσοιτον

(너희 둘은) 있겠기를 (바라다)

προξενησοίτην

(그 둘은) 있겠기를 (바라다)

복수 προξενήσοιμεν

(우리는) 있겠기를 (바라다)

προξενήσοιτε

(너희는) 있겠기를 (바라다)

προξενήσοιεν

(그들은) 있겠기를 (바라다)

부정사 προξενήσειν

있을 것

분사 남성여성중성
προξενησων

προξενησοντος

προξενησουσα

προξενησουσης

προξενησον

προξενησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προξενήσομαι

προξενήσει, προξενήσῃ

προξενήσεται

쌍수 προξενήσεσθον

προξενήσεσθον

복수 προξενησόμεθα

προξενήσεσθε

προξενήσονται

기원법단수 προξενησοίμην

προξενήσοιο

προξενήσοιτο

쌍수 προξενήσοισθον

προξενησοίσθην

복수 προξενησοίμεθα

προξενήσοισθε

προξενήσοιντο

부정사 προξενήσεσθαι

분사 남성여성중성
προξενησομενος

προξενησομενου

προξενησομενη

προξενησομενης

προξενησομενον

προξενησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπροξένουν

(나는) 있고 있었다

ἐπροξένεις

(너는) 있고 있었다

ἐπροξένειν*

(그는) 있고 있었다

쌍수 ἐπροξενεῖτον

(너희 둘은) 있고 있었다

ἐπροξενείτην

(그 둘은) 있고 있었다

복수 ἐπροξενοῦμεν

(우리는) 있고 있었다

ἐπροξενεῖτε

(너희는) 있고 있었다

ἐπροξένουν

(그들은) 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπροξενούμην

ἐπροξενοῦ

ἐπροξενεῖτο

쌍수 ἐπροξενεῖσθον

ἐπροξενείσθην

복수 ἐπροξενούμεθα

ἐπροξενεῖσθε

ἐπροξενοῦντο

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προὐξένηκα

(나는) 있었다

προὐξένηκας

(너는) 있었다

προὐξένηκεν*

(그는) 있었다

쌍수 προὐξενήκατον

(너희 둘은) 있었다

προὐξενήκατον

(그 둘은) 있었다

복수 προὐξενήκαμεν

(우리는) 있었다

προὐξενήκατε

(너희는) 있었다

προὐξενήκᾱσιν*

(그들은) 있었다

접속법단수 προὐξενήκω

(나는) 있었자

προὐξενήκῃς

(너는) 있었자

προὐξενήκῃ

(그는) 있었자

쌍수 προὐξενήκητον

(너희 둘은) 있었자

προὐξενήκητον

(그 둘은) 있었자

복수 προὐξενήκωμεν

(우리는) 있었자

προὐξενήκητε

(너희는) 있었자

προὐξενήκωσιν*

(그들은) 있었자

기원법단수 προὐξενήκοιμι

(나는) 있었기를 (바라다)

προὐξενήκοις

(너는) 있었기를 (바라다)

προὐξενήκοι

(그는) 있었기를 (바라다)

쌍수 προὐξενήκοιτον

(너희 둘은) 있었기를 (바라다)

προὐξενηκοίτην

(그 둘은) 있었기를 (바라다)

복수 προὐξενήκοιμεν

(우리는) 있었기를 (바라다)

προὐξενήκοιτε

(너희는) 있었기를 (바라다)

προὐξενήκοιεν

(그들은) 있었기를 (바라다)

명령법단수 προὐξένηκε

(너는) 있었어라

προὐξενηκέτω

(그는) 있었어라

쌍수 προὐξενήκετον

(너희 둘은) 있었어라

προὐξενηκέτων

(그 둘은) 있었어라

복수 προὐξενήκετε

(너희는) 있었어라

προὐξενηκόντων

(그들은) 있었어라

부정사 προὐξενηκέναι

있었는 것

분사 남성여성중성
προὐξενηκως

προὐξενηκοντος

προὐξενηκυῑα

προὐξενηκυῑᾱς

προὐξενηκον

προὐξενηκοντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 있다

  2. to introduce or recommend

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION