- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

προβύω?

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration: probyō

Principal Part: προβύω προβύσω

Structure: προ (Prefix) + βύ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to push up, to trim

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προβύω προβύεις προβύει
Dual προβύετον προβύετον
Plural προβύομεν προβύετε προβύουσι(ν)
SubjunctiveSingular προβύω προβύῃς προβύῃ
Dual προβύητον προβύητον
Plural προβύωμεν προβύητε προβύωσι(ν)
OptativeSingular προβύοιμι προβύοις προβύοι
Dual προβύοιτον προβυοίτην
Plural προβύοιμεν προβύοιτε προβύοιεν
ImperativeSingular προβύε προβυέτω
Dual προβύετον προβυέτων
Plural προβύετε προβυόντων, προβυέτωσαν
Infinitive προβύειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προβυων προβυοντος προβυουσα προβυουσης προβυον προβυοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προβύομαι προβύει, προβύῃ προβύεται
Dual προβύεσθον προβύεσθον
Plural προβυόμεθα προβύεσθε προβύονται
SubjunctiveSingular προβύωμαι προβύῃ προβύηται
Dual προβύησθον προβύησθον
Plural προβυώμεθα προβύησθε προβύωνται
OptativeSingular προβυοίμην προβύοιο προβύοιτο
Dual προβύοισθον προβυοίσθην
Plural προβυοίμεθα προβύοισθε προβύοιντο
ImperativeSingular προβύου προβυέσθω
Dual προβύεσθον προβυέσθων
Plural προβύεσθε προβυέσθων, προβυέσθωσαν
Infinitive προβύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προβυομενος προβυομενου προβυομενη προβυομενης προβυομενον προβυομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to push up

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION