헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πρήθω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πρήθω

형태분석: πρήθ (어간) + ω (인칭어미)

어원: no perf. in use.

  1. to blow up, swell out by blowing
  2. to blow out, drive out by blowing, blew

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πρήθω

πρήθεις

πρήθει

쌍수 πρήθετον

πρήθετον

복수 πρήθομεν

πρήθετε

πρήθουσιν*

접속법단수 πρήθω

πρήθῃς

πρήθῃ

쌍수 πρήθητον

πρήθητον

복수 πρήθωμεν

πρήθητε

πρήθωσιν*

기원법단수 πρήθοιμι

πρήθοις

πρήθοι

쌍수 πρήθοιτον

πρηθοίτην

복수 πρήθοιμεν

πρήθοιτε

πρήθοιεν

명령법단수 πρήθε

πρηθέτω

쌍수 πρήθετον

πρηθέτων

복수 πρήθετε

πρηθόντων, πρηθέτωσαν

부정사 πρήθειν

분사 남성여성중성
πρηθων

πρηθοντος

πρηθουσα

πρηθουσης

πρηθον

πρηθοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πρήθομαι

πρήθει, πρήθῃ

πρήθεται

쌍수 πρήθεσθον

πρήθεσθον

복수 πρηθόμεθα

πρήθεσθε

πρήθονται

접속법단수 πρήθωμαι

πρήθῃ

πρήθηται

쌍수 πρήθησθον

πρήθησθον

복수 πρηθώμεθα

πρήθησθε

πρήθωνται

기원법단수 πρηθοίμην

πρήθοιο

πρήθοιτο

쌍수 πρήθοισθον

πρηθοίσθην

복수 πρηθοίμεθα

πρήθοισθε

πρήθοιντο

명령법단수 πρήθου

πρηθέσθω

쌍수 πρήθεσθον

πρηθέσθων

복수 πρήθεσθε

πρηθέσθων, πρηθέσθωσαν

부정사 πρήθεσθαι

분사 남성여성중성
πρηθομενος

πρηθομενου

πρηθομενη

πρηθομενης

πρηθομενον

πρηθομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to blow up

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION