Ancient Greek-English Dictionary Language

πρεπώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρεπώδης πρεπώδες

Structure: πρεπωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. fit, becoming, suitable, proper

Examples

  • πυλὼν μὲν ὑψηλὸσ ἀναβάσεισ πλατείασ ἔχων, ὑπτίασ μᾶλλον ἢ ὀρθίασ πρὸσ τὴν τῶν ἀνιόντων εὐμάρειαν εἰσιόντα δὲ τοῦτον ἐκδέχεται κοινὸσ οἶκοσ εὐμεγέθησ, ἱκανὴν ἔχων ὑπηρέταισ καὶ ἀκολούθοισ διατριβήν, ἐν ἀριστερᾷ δὲ τὰ ἐσ τρυφὴν παρεσκευασμένα οἰκήματα βαλανείῳ δ’ οὖν καὶ ταῦτα πρεπωδέστατα, χαρίεσσαι καὶ φωτὶ πολλῷ καταλαμπόμεναι ὑποχωρήσεισ. (Lucian, (no name) 5:1)
  • νῦν δὲ ἃ μὲν δοκεῖ κάλλιστα καὶ πρεπωδέστατα γυναικὶ εἶναι ἐπίστανται, ὡσ ἐοίκε· (Xenophon, Memorabilia, , chapter 7 11:2)

Synonyms

  1. fit

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION