Ancient Greek-English Dictionary Language

πρεπώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πρεπώδης πρεπώδες

Structure: πρεπωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. fit, becoming, suitable, proper

Examples

  • τὸν δὴ τοιαύτην φύσιν ἔχοντα καὶ δύναμιν τηλικαύτην θεὸν ὄργανον χρόνου γεγονέναι καὶ μέτρον ἐναργὲσ τῆσ πρὸσ ἀλλήλασ βραδυτῆτι καὶ τάχει τῶν ὀκτὼ σφαιρῶν διαφορᾶσ οὐ πάνυ δοκεῖ πρεπῶδεσ οὐδ’ ἄλλωσ εὔλογον εἶναι. (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 8, section 4 3:1)
  • ἐμοῦ γὰρ εἰσιόντοσ ἐσ τὴν οἰκίαν πρώτιστα καὶ βλέψαντοσ οὐδὲν ἐκφέρειν πρεπῶδέσ ἐστιν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐσφέρειν. (Aristophanes, Plutus, Episode12)
  • οὐ γὰρ πρεπῶδέσ ἐστι τῷ διδασκάλῳ ἰσχάδια καὶ τρωγάλια τοῖσ θεωμένοισ προβαλόντ’ ἐπὶ τούτοισ εἶτ’ ἀναγκάζειν γελᾶν. (Aristophanes, Plutus, Episode16)

Synonyms

  1. fit

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION