Ancient Greek-English Dictionary Language

πραγματώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πραγματώδης πραγματώδες

Structure: πραγματωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. laborious, troublesome

Examples

  • τούτου γὰρ πανταχοῦ χρεία, καὶ οὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ’ ὀχληρότερον τὸ καλῶσ φρονεῖν τοῦ κακῶσ, ἀλλ’ ἐν τῷ ἴσῳ χρόνῳ νυνὶ καθήμενοσ ὑμῶν ἕκαστοσ, ἂν μὲν ἃ χρὴ γιγνώσκῃ περὶ τῶν πραγμάτων καὶ ψηφίζηται, βελτίω τὰ κοινὰ ποιήσει τῇ πόλει καὶ ἄξια τῶν προγόνων πράξει, ἂν δ’ ἃ μὴ δεῖ, φαυλότερα, καὶ ἀνάξια τῶν προγόνων ποιήσει. (Demosthenes, Speeches 11-20, 352:1)

Synonyms

  1. laborious

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION