Ancient Greek-English Dictionary Language

ποτάομαι

α-contract Verb; 이상동사 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ποτάομαι

Structure: ποτά (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to fly about, to fly, to be upon the wing
  2. to hover
  3. to be on the wing, be fluttered

Examples

  • μέσα δ’ αἰετὸσ οὐρανοῦ ποτᾶται. (Euripides, Rhesus, choral, strophe 14)
  • ὁ γὰρ μακάριοσ ‐ κοὐκ ὀνειδίζω τύχασ ‐ Διὸσ πεφυκώσ, ὡσ λέγουσι, Τάνταλοσ κορυφῆσ ὑπερτέλλοντα δειμαίνων πέτρον ἀέρι ποτᾶται· (Euripides, episode 1:2)
  • ποτᾶται, βρέμει δ’ ἀμαχέτου δίκαν ὕδατοσ ὀροτύπου. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode, lyric6)
  • τί γὰρ κεύθω φρενὸσ οἱο͂ν ἔμπασ ποτᾶται; (Aeschylus, Libation Bearers, choral, strophe 52)
  • τίπτε μοι τόδ’ ἐμπέδωσ δεῖμα προστατήριον καρδίασ τερασκόπου ποτᾶται, μαντιπολεῖ δ’ ἀκέλευστοσ ἄμισθοσ ἀοιδά, οὐδ’ ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων θάρσοσ εὐπειθὲσ ἵ‐ ζει φρενὸσ φίλον θρόνον; (Aeschylus, Agamemnon, choral, strophe 11)

Synonyms

  1. to fly about

  2. to hover

  3. to be on the wing

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION