헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποτάομαι

α 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ποτάομαι

형태분석: ποτά (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 날다, 날아오다, 날아가다, 비행하다
  2. 매달다, 떠 있다
  1. to fly about, to fly, to be upon the wing
  2. to hover
  3. to be on the wing, be fluttered

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πότωμαι

(나는) 난다

πότᾳ

(너는) 난다

πότᾱται

(그는) 난다

쌍수 πότᾱσθον

(너희 둘은) 난다

πότᾱσθον

(그 둘은) 난다

복수 ποτῶμεθα

(우리는) 난다

πότᾱσθε

(너희는) 난다

πότωνται

(그들은) 난다

접속법단수 πότωμαι

(나는) 날자

πότῃ

(너는) 날자

πότηται

(그는) 날자

쌍수 πότησθον

(너희 둘은) 날자

πότησθον

(그 둘은) 날자

복수 ποτώμεθα

(우리는) 날자

πότησθε

(너희는) 날자

πότωνται

(그들은) 날자

기원법단수 ποτῷμην

(나는) 날기를 (바라다)

πότῳο

(너는) 날기를 (바라다)

πότῳτο

(그는) 날기를 (바라다)

쌍수 πότῳσθον

(너희 둘은) 날기를 (바라다)

ποτῷσθην

(그 둘은) 날기를 (바라다)

복수 ποτῷμεθα

(우리는) 날기를 (바라다)

πότῳσθε

(너희는) 날기를 (바라다)

πότῳντο

(그들은) 날기를 (바라다)

명령법단수 πότω

(너는) 날아라

ποτᾶσθω

(그는) 날아라

쌍수 πότᾱσθον

(너희 둘은) 날아라

ποτᾶσθων

(그 둘은) 날아라

복수 πότᾱσθε

(너희는) 날아라

ποτᾶσθων, ποτᾶσθωσαν

(그들은) 날아라

부정사 πότᾱσθαι

나는 것

분사 남성여성중성
ποτωμενος

ποτωμενου

ποτωμενη

ποτωμενης

ποτωμενον

ποτωμενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποτῶμην

(나는) 날고 있었다

ἐπότω

(너는) 날고 있었다

ἐπότᾱτο

(그는) 날고 있었다

쌍수 ἐπότᾱσθον

(너희 둘은) 날고 있었다

ἐποτᾶσθην

(그 둘은) 날고 있었다

복수 ἐποτῶμεθα

(우리는) 날고 있었다

ἐπότᾱσθε

(너희는) 날고 있었다

ἐπότωντο

(그들은) 날고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔδωκαν ἀργύριον τοῖσ λατόμοισ καὶ τέκτοσι καὶ ποτὰ καὶ βρωτὰ καὶ χάρα τοῖσ Σιδωνίοισ καὶ Τυρίοισ εἰσ τὸ παράγειν αὐτοὺσ ἐκ τοῦ Λιβάνου ξύλα κέδρινα, διαφέρειν σχεδίασ εἰσ τὸν Ἰόπησ λιμένα, κατὰ τὸ πρόσταγμα τὸ γραφὲν αὐτοῖσ παρὰ Κύρου τοῦ Περσῶν βασιλέωσ. (Septuagint, Liber Esdrae I 5:53)

    (70인역 성경, 에즈라기 5:53)

  • καὶ ἔδωκαν ἀργύριον τοῖσ λατόμοισ καὶ τοῖσ τέκτοσι καὶ βρώματα καὶ ποτὰ καὶ ἔλαιον τοῖσ Σιδωνίοισ καὶ τοῖσ Τυρίοισ ἐνέγκαι ξύλα κέδρινα ἀπὸ τοῦ Λιβάνου πρὸσ θάλασσαν Ἰόππησ κατ̓ ἐπιχώρησιν Κύρου βασιλέωσ Περσῶν ἐπ̓ αὐτούσ. (Septuagint, Liber Esdrae II 3:7)

    (70인역 성경, Liber Esdrae II 3:7)

  • ἑρ́πυλλον δ’ ἐφύδροισιν ἐπ’ ἀμβώνεσσι φυτεύσεισ, ὄφρα κλάδοισ μακροῖσιν ἐφερπύζων διάηται ἠὲ κατακρεμάησιν ἐφιμείρων ποτὰ Νυμφέων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 31 4:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 31 4:1)

  • "ἢ τὴν Ἀλεξάνδρου διαδοχήν, ὃσ ἐπὶ πλεῖστον ἤρθη δυνάμεωσ καὶ μέγιστον ἔσχε κράτοσ, ὡρ́ασ μιᾶσ μορίῳ πεσοῦσαν ὑπὸ πόδασ θέμενοι, καὶ τοὺσ ἄρτι μυριάσι πεζῶν καὶ χιλιάσιν ἱππέων τοσαύταισ ὁπλοφορουμένουσ βασιλεῖσ ὁρῶντεσ ἐκ τῶν πολεμίων χειρῶν ἐφήμερα σιτία καὶ ποτὰ λαμβάνοντασ, οἰέσθε τὰ καθ’ ἡμᾶσ ἔχειν τινὰ βεβαιότητα τύχησ διαρκῆ πρὸσ τὸν χρόνον; (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 27 1:4)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 27 1:4)

  • εἰ γὰρ τὸ Σαπφικόν τισ ἐπιθαλάμιον τουτί οὐ γὰρ ἦν ἀτέρα πάισ, ὦ γαμβρέ, τοιαύτά ποτα καὶ τοῦ κωμικοῦ τετραμέτρου, λεγομένου δὲ Ἀριστοφανείου τουδί ὅτ’ ἐγὼ τὰ δίκαια λέγων ἤνθουν καὶ σωφροσύνη ’νενόμιστο τοὺσ τελευταίουσ πόδασ τρεῖσ καὶ τὴν κατάληξιν ἐκλαβὼν συνάψειε τοῦτον τὸν τρόπον οὐ γὰρ ἦν ἀτέρα πάισ, ὦ γαμβρέ, τοιαύτά ποτα καὶ σωφροσύνη ’νενόμιστο· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2538)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2538)

유의어

  1. 날다

  2. 매달다

  3. to be on the wing

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION