Ancient Greek-English Dictionary Language

ποντοπόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ποντοπόρος ποντοπόρον

Structure: ποντοπορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poreu/omai

Sense

  1. passing over the sea, seafaring

Examples

  • ἣ δ’ ἀμάθοισιν ἐχρίμψατο ποντοπόροσ νηῦσ. (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 27:21)
  • οἰή δὴ κείνη γε παρέπλω ποντοπόροσ νηῦσ, Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, παρ’ Αἰήταο πλέουσα. (Homer, Odyssey, Book 12 7:14)
  • εὖτ’ ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατοσ, ὅσ τε μάλιστα ἔρχεται ἀγγέλλων φάοσ Ηοὖσ ἠριγενείησ, τῆμοσ δὴ νήσῳ προσεπίλνατο ποντοπόροσ νηῦσ. (Homer, Odyssey, Book 13 13:1)
  • ἡ δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθε ποντοπόροσ νηῦσ ῥίμφα διωκομένη· (Homer, Odyssey, Book 13 21:3)
  • ἀλλ’ ὅτε γαίησ πολλὸν ἀπέπλω ποντοπόροσ νηῦσ, αὐτίκα δούλιον ἦμαρ ἐμοὶ περιμηχανόωντο. (Homer, Odyssey, Book 14 26:11)

Synonyms

  1. passing over the sea

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION