Ancient Greek-English Dictionary Language

πολύσπορος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πολύσπορος πολύσπορον

Structure: πολυσπορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: spei/rw

Sense

  1. very fruitful

Examples

  • ὦ λέκτρα τἀμὰ δυστυχῆ τε καὶ γάμοι, οἷσ ἦλθον ἐσ μέλαθρον Ἕκτορόσ ποτε, οὐ σφάγιον υἱὸν Δαναί̈δαισ τέξουσ’ ἐμόν, ἀλλ’ ὡσ τύραννον Ἀσιάδοσ πολυσπόρου. (Euripides, The Trojan Women, episode, antistrophe 3 5:2)
  • εἰσ τὸν αὐτόν Ὑλοβάτασ, φιλόδενδροσ, ὀρεσσαύλου πόσισ Ἀχοῦσ, Πάν, σκοπόσ, εὐκεράου μαλοφύλαξ ἀγέλασ, Πὰν ὁ δασυκνάμων, ὁ πολύσποροσ, ὃσ μετανάστασ ἔδραμον αἰχματᾶν ἐσ δάιν Ἀσσυρίων, Μιλτιάδου στήσαντοσ ὁμάσπιδα περσοδιώκτην, ἵσταμαι, ἀκλήτου ξείνια συμμαχίησ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 2331)

Synonyms

  1. very fruitful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION