헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολυπλανής

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολυπλανής πολυπλανές

형태분석: πολυπλανη (어간) + ς (어미)

어원: plana/omai

  1. roaming far or long, straying
  2. much-erring, leading much astray

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 πολυπλανής

(이)가

πολύπλανες

(것)가

속격 πολυπλανούς

(이)의

πολυπλάνους

(것)의

여격 πολυπλανεί

(이)에게

πολυπλάνει

(것)에게

대격 πολυπλανή

(이)를

πολύπλανες

(것)를

호격 πολυπλανές

(이)야

πολύπλανες

(것)야

쌍수주/대/호 πολυπλανεί

(이)들이

πολυπλάνει

(것)들이

속/여 πολυπλανοίν

(이)들의

πολυπλάνοιν

(것)들의

복수주격 πολυπλανείς

(이)들이

πολυπλάνη

(것)들이

속격 πολυπλανών

(이)들의

πολυπλάνων

(것)들의

여격 πολυπλανέσιν*

(이)들에게

πολυπλάνεσιν*

(것)들에게

대격 πολυπλανείς

(이)들을

πολυπλάνη

(것)들을

호격 πολυπλανείς

(이)들아

πολυπλάνη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δ’ ἐμὸσ ἐν ἁλὶ πολυπλανὴσ πόσισ ὀλόμενοσ οἴχεται, Κάστορόσ τε συγγόνου τε διδυμογενὲσ ἄγαλμα πατρίδοσ ἀφανὲσ ἀφανὲσ ἱππόκροτα λέ‐ λοιπε δάπεδα γυμνάσιά τε δονακόεντοσ Εὐρώ‐ τα, νεανιᾶν πόνον. (Euripides, Helen, choral, strophe 25)

    (에우리피데스, Helen, choral, strophe 25)

  • ἀλλ’ οὐδὲν οὕτω πολυπλανὲσ καὶ πολυπαθὲσ νόσημα καὶ μεμιγμένον ἐναντίαισ δόξαισ καὶ· (Plutarch, De superstitione, section 141)

    (플루타르코스, De superstitione, section 141)

  • ἕτερον δὲ τὸ παθητικὸν καὶ ἄλογον καὶ πολυπλανὲσ καὶ ἄτακτον ἐξ ἑαυτοῦ δεόμενον. (Plutarch, De virtute morali, section 3 12:1)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 3 12:1)

  • ἔμψυχον οὐχ ἁπλοῦν οὐδ’ ἀσύνθετον οὐδὲ μονοειδέσ ἐστιν, ἀλλ’ ἐκ τῆσ ταὐτοῦ καὶ τῆσ τοῦ ἑτέρου μεμιγμένον δυνάμεωσ πῆ μὲν ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ κοσμεῖται καὶ περιπολεῖ μιᾷ τάξει κράτοσ ἐχούσῃ χρώμενον, πῆ δ’ εἴσ τε κινήσεισ καὶ κύκλουσ σχιζόμενον ὑπεναντίουσ καὶ πλανητοὺσ ἀρχὴν διαφορᾶσ καὶ μεταβολῆσ καὶ ἀνομοιότητοσ ἐνδίδωσι ταῖσ περὶ γῆν φθοραῖσ καὶ γενέσεσιν ἥ τ̓ ἀνθρώπου ψυχὴ μέροσ τι ἢ μίμημα τῆσ τοῦ παντὸσ οὖσα καὶ συνηρμοσμένη κατὰ λόγουσ καὶ ἀριθμοὺσ ἐοικότασ ἐκείνοισ οὐχ ἁπλῆ τίσ ἐστιν οὐδ’ ὁμοιοπαθήσ, ἀλλ’ ἕτερον μὲν ἔχει τὸ νοερὸν καὶ λογιστικόν, ᾧ κρατεῖν τοῦ ἀνθρώπου κατὰ φύσιν καὶ ἄρχειν προσῆκὸν ἐστιν, ἕτερον δὲ τὸ παθητικὸν καὶ ἄλογον καὶ πολυπλανὲσ καὶ ἄτακτον ἐξεταστοῦ δεόμενον. (Plutarch, De virtute morali, section 3 4:1)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 3 4:1)

  • "ἐπέρχεται κἀμοὶ περὶ τοῦ ξένου εἰπεῖν ἦ τισ θηητὴρ καὶ ἐπίκλοποσ ἔπλετο δογμάτων τε καὶ λόγων παντοδαπῶν, καὶ πολυπλανὴσ ἐν γράμμασι καὶ οὐ βάρβαροσ ἀλλ’ ’ Ἕλλην γένοσ ἦν, πολλῆσ Ἑλληνίδοσ μούσησ ἀνάπλεωσ. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 23 1:1)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 23 1:1)

  • ἀγνοοῦντι δ’ αὐτῷ καὶ ἀποροῦντι, ποῦ καθίδρυται, καὶ διηγουμένῳ τοῖσ φίλοισ τὴν ὄψιν, εὑρέθη πολυπλανὴσ ἄνθρωποσ; (Plutarch, De Iside et Osiride, section 28 1:1)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 28 1:1)

유의어

  1. roaming far or long

  2. much-erring

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION