Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυκτόνος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πολυκτόνος πολυκτόνον

Structure: πολυκτον (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ktei/nw

Sense

  1. much-slaying, murderous

Examples

  • Ἰλίου κατασκαφαὶ πυρὶ μέλουσι δαί̈ῳ δι’ ἐμὲ τὰν πολυκτόνον, δι’ ἐμὸν ὄνομα πολύπονον. (Euripides, Helen, choral, strophe 23)
  • ἅ τε δόλιοσ ἁ πολυκτόνοσ Κύπρισ Δαναί̈δαισ ἄγουσα θάνατον Πριαμίδαισ, ὦ τάλαινα συμφορᾶσ. (Euripides, Helen, choral, epode3)
  • ὁ μητροφόντησ δ’ οὐ καλῇ ταύτην κτανών, ἀλλ’ ἀπολιπὼν τοῦτ’ ἐπὶ τὸ βέλτιον πεσῇ, Ἑλένησ λεγόμενοσ τῆσ πολυκτόνου φονεύσ. (Euripides, episode, anapests 4:38)
  • τῶν πολυκτόνων γὰρ οὐκ ἄσκοποι θεοί. (Aeschylus, Agamemnon, choral, antistrophe 3 1:4)
  • αἵματι δ’ οἶκοσ ἐφύρθη, ἄμαχον ἄλγοσ οἰκέταισ μέγα σίνοσ πολυκτόνον. (Aeschylus, Agamemnon, choral, antistrophe 2 1:3)

Synonyms

  1. much-slaying

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION