Ancient Greek-English Dictionary Language

πολυετής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πολυετής πολυετές

Structure: πολυετη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: e)/tos

Sense

  1. of many years, full of years

Examples

  • κατακρινεῖ δὲ δίκαιοσ καμὼν τοὺσ ζῶντασ ἀσεβεῖσ καὶ νεότησ τελεσθεῖσα ταχέωσ πολυετὲσ γῆρασ ἀδίκου. (Septuagint, Liber Sapientiae 4:16)
  • ἐπὶ γὰρ τῷ Κλυταιμήστρασ τάφῳ χοὰσ χεόμενοσ ἔκλυον ὡσ ἐσ Ναυπλίαν ἥκοι σὺν ἀλόχῳ πολυετὴσ σεσῳσμένοσ. (Euripides, episode, iambic 5:2)
  • τινὲσ δέ, ἐπεὶ οἱ ἐνιαυτοὶ ὡρ͂οι λέγονται καὶ τὸ ζα ὅτι μέγεθοσ ἢ πλῆθοσ σημαίνει, ζωρὸν τὸν πολυέτη λέγεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 22 1:2)
  • πολυέτη τὴν ἀποδημίαν ἔχων, νάρκη μὲν ἡ ἡδίστη, χοῖροσ, σῖμοσ, φάγροσ, ὀξύρυγχοσ, ἀλλάβησ, σίλουροσ, συνοδοντίσ, ἐλέωτρισ, ἔγχελυσ, θρίσσα, ἄβραμισ, τύφλη, λεπιδωτόσ, φῦσα, κεστρεύσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 88 3:1)

Synonyms

  1. of many years

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION