헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποίμνη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ποίμνη

형태분석: ποιμν (어간) + η (어미)

  1. 양떼, 양, 떼
  1. a flock, of sheep

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ποίμνη

양떼가

ποίμνᾱ

양떼들이

ποῖμναι

양떼들이

속격 ποίμνης

양떼의

ποίμναιν

양떼들의

ποιμνῶν

양떼들의

여격 ποίμνῃ

양떼에게

ποίμναιν

양떼들에게

ποίμναις

양떼들에게

대격 ποίμνην

양떼를

ποίμνᾱ

양떼들을

ποίμνᾱς

양떼들을

호격 ποίμνη

양떼야

ποίμνᾱ

양떼들아

ποῖμναι

양떼들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔδωκεν αὐτὰ τοῖσ παισὶν αὐτοῦ ποίμνιον κατὰ μόνασ. εἶπε δὲ τοῖσ παισὶν αὐτοῦ. προπορεύεσθε ἔμπροσθέν μου, καὶ διάστημα ποιεῖτε ἀνὰ μέσον ποίμνησ καὶ ποίμνησ. (Septuagint, Liber Genesis 32:16)

    (70인역 성경, 창세기 32:16)

  • ὦ θύγατερ ‐ ἄρτι γάρ σε πρὸσ δόμοισ ὁρῶ ‐ ἥκω φέρων σοι τῶν ἐμῶν βοσκημάτων ποίμνησ νεογνὸν θρέμμ’ ὑποσπάσασ τόδε στεφάνουσ τε τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα, παλαιόν τε θησαύρισμα Διονύσου τόδε ὀσμῇ κατῆρεσ, μικρόν, ἀλλ’ ἐπεσβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ. (Euripides, episode 1:1)

    (에우리피데스, episode 1:1)

  • ὅταν μέλλω λέγειν σοι τὴν χύτραν, χύτραν λέγω ἢ τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν κοιλοσώματον κύτοσ, πλαστὸν ἐκ γαίησ, ἐν ἄλλῃ μητρὸσ ὀπτηθὲν στέγῃ, νεογενοῦσ ποίμνησ δ’ ἐν αὑτῇ πνικτὰ γαλατοθρέμμονα, τακεροχρῶτ’ εἴδη κύουσαν; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 70 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 70 2:3)

  • ποίμνησ τοιαύτησ δ’ οὔτισ εὐφιλὴσ θεῶν. (Aeschylus, Eumenides, episode8)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode8)

유의어

  1. 양떼

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION