헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποίμνη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ποίμνη

형태분석: ποιμν (어간) + η (어미)

  1. 양떼, 양, 떼
  1. a flock, of sheep

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ποίμνη

양떼가

ποίμνᾱ

양떼들이

ποῖμναι

양떼들이

속격 ποίμνης

양떼의

ποίμναιν

양떼들의

ποιμνῶν

양떼들의

여격 ποίμνῃ

양떼에게

ποίμναιν

양떼들에게

ποίμναις

양떼들에게

대격 ποίμνην

양떼를

ποίμνᾱ

양떼들을

ποίμνᾱς

양떼들을

호격 ποίμνη

양떼야

ποίμνᾱ

양떼들아

ποῖμναι

양떼들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰσ δ’ οὖν ποίμνασ διηρπάσθαι ἤδη ὑπὸ τῶν γυναικῶν καὶ διεσπάσθαι ἔτι ζῶντα τὰ θρέμματα· (Lucian, (no name) 2:6)

    (루키아노스, (no name) 2:6)

  • καὶ γὰρ σὺ ποίμνασ δεσπόταισ τευχεσφόροισ ἥκειν ἐοίκασ ἀγγελῶν ἵν’ οὐ πρέπει. (Euripides, Rhesus, episode3)

    (에우리피데스, Rhesus, episode3)

  • θάμβει δ’ ἐκπλαγέντεσ ἱέμεν ποίμνασ πρὸσ ἄκρασ, μή τισ Ἀργείων μόλῃ λεηλατήσων καὶ σὰ πορθήσων σταθμά, πρὶν δὴ δι’ ὤτων γῆρυν οὐχ Ἑλληνικὴν ἐδεξάμεσθα καὶ μετέστημεν φόβου. (Euripides, Rhesus, episode 1:6)

    (에우리피데스, Rhesus, episode 1:6)

  • βουκολίασ δ’ ἀγέλασ τε καὶ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν ποίμνασ τ’ εἰροπόκων ὀίων, θυμῷ γ’ ἐθέλουσα, ἐξ ὀλίγων βριάει κἀκ πολλῶν μείονα θῆκεν. (Hesiod, Theogony, Book Th. 42:20)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 42:20)

  • σὺ δ’, ὦ παῖ, μὴ ’πολακτίσῃσ λέχοσ τὸ Ζηνόσ, ἀλλ’ ἔξελθε πρὸσ Λέρνησ βαθὺν λειμῶνα, ποίμνασ βουστάσεισ τε πρὸσ πατρόσ, ὡσ ἂν τὸ Δῖον ὄμμα λωφήσῃ πόθου. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode 2:3)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode 2:3)

유의어

  1. 양떼

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION