헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιχαρακόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιχαρακόω

형태분석: περι (접두사) + χαρακό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to surround with a stockade

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιχαράκω

περιχαράκοις

περιχαράκοι

쌍수 περιχαράκουτον

περιχαράκουτον

복수 περιχαράκουμεν

περιχαράκουτε

περιχαράκουσιν*

접속법단수 περιχαράκω

περιχαράκοις

περιχαράκοι

쌍수 περιχαράκωτον

περιχαράκωτον

복수 περιχαράκωμεν

περιχαράκωτε

περιχαράκωσιν*

기원법단수 περιχαράκοιμι

περιχαράκοις

περιχαράκοι

쌍수 περιχαράκοιτον

περιχαρακοίτην

복수 περιχαράκοιμεν

περιχαράκοιτε

περιχαράκοιεν

명령법단수 περιχαρᾶκου

περιχαρακοῦτω

쌍수 περιχαράκουτον

περιχαρακοῦτων

복수 περιχαράκουτε

περιχαρακοῦντων, περιχαρακοῦτωσαν

부정사 περιχαράκουν

분사 남성여성중성
περιχαρακων

περιχαρακουντος

περιχαρακουσα

περιχαρακουσης

περιχαρακουν

περιχαρακουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιχαράκουμαι

περιχαράκοι

περιχαράκουται

쌍수 περιχαράκουσθον

περιχαράκουσθον

복수 περιχαρακοῦμεθα

περιχαράκουσθε

περιχαράκουνται

접속법단수 περιχαράκωμαι

περιχαράκοι

περιχαράκωται

쌍수 περιχαράκωσθον

περιχαράκωσθον

복수 περιχαρακώμεθα

περιχαράκωσθε

περιχαράκωνται

기원법단수 περιχαρακοίμην

περιχαράκοιο

περιχαράκοιτο

쌍수 περιχαράκοισθον

περιχαρακοίσθην

복수 περιχαρακοίμεθα

περιχαράκοισθε

περιχαράκοιντο

명령법단수 περιχαράκου

περιχαρακοῦσθω

쌍수 περιχαράκουσθον

περιχαρακοῦσθων

복수 περιχαράκουσθε

περιχαρακοῦσθων, περιχαρακοῦσθωσαν

부정사 περιχαράκουσθαι

분사 남성여성중성
περιχαρακουμενος

περιχαρακουμενου

περιχαρακουμενη

περιχαρακουμενης

περιχαρακουμενον

περιχαρακουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶθ’ ἡγεμόνασ ἐπιστήσασ ἑκάστῳ μέρει προσέταξε περιταφρεύειν καὶ περιχαρακοῦν τὴν πόλιν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 15 1:8)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 15 1:8)

  • ὁ δ’ εὐθέωσ τοῦτο προσέταξε καὶ περιχαρακοῦν τὴν πόλιν καὶ χώματα βάλλεσθαι καὶ μηδένα τρόπον ἀπολιπεῖν πολιορκίασ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 8 462:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 8 462:2)

유의어

  1. to surround with a stockade

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION