헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πεπαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πεπαίνω

형태분석: πεπαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: pe/pwn

  1. 익다, 익히다, 성숙시키다, 익게 하다
  2. 부드럽게 하다, 완화시키다, 누그러뜨리다
  1. to ripen, make ripe, to become ripe
  2. to soften, assuage anger

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πεπαίνω

(나는) 익는다

πεπαίνεις

(너는) 익는다

πεπαίνει

(그는) 익는다

쌍수 πεπαίνετον

(너희 둘은) 익는다

πεπαίνετον

(그 둘은) 익는다

복수 πεπαίνομεν

(우리는) 익는다

πεπαίνετε

(너희는) 익는다

πεπαίνουσιν*

(그들은) 익는다

접속법단수 πεπαίνω

(나는) 익자

πεπαίνῃς

(너는) 익자

πεπαίνῃ

(그는) 익자

쌍수 πεπαίνητον

(너희 둘은) 익자

πεπαίνητον

(그 둘은) 익자

복수 πεπαίνωμεν

(우리는) 익자

πεπαίνητε

(너희는) 익자

πεπαίνωσιν*

(그들은) 익자

기원법단수 πεπαίνοιμι

(나는) 익기를 (바라다)

πεπαίνοις

(너는) 익기를 (바라다)

πεπαίνοι

(그는) 익기를 (바라다)

쌍수 πεπαίνοιτον

(너희 둘은) 익기를 (바라다)

πεπαινοίτην

(그 둘은) 익기를 (바라다)

복수 πεπαίνοιμεν

(우리는) 익기를 (바라다)

πεπαίνοιτε

(너희는) 익기를 (바라다)

πεπαίνοιεν

(그들은) 익기를 (바라다)

명령법단수 πέπαινε

(너는) 익어라

πεπαινέτω

(그는) 익어라

쌍수 πεπαίνετον

(너희 둘은) 익어라

πεπαινέτων

(그 둘은) 익어라

복수 πεπαίνετε

(너희는) 익어라

πεπαινόντων, πεπαινέτωσαν

(그들은) 익어라

부정사 πεπαίνειν

익는 것

분사 남성여성중성
πεπαινων

πεπαινοντος

πεπαινουσα

πεπαινουσης

πεπαινον

πεπαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πεπαίνομαι

(나는) 익힌다

πεπαίνει, πεπαίνῃ

(너는) 익힌다

πεπαίνεται

(그는) 익힌다

쌍수 πεπαίνεσθον

(너희 둘은) 익힌다

πεπαίνεσθον

(그 둘은) 익힌다

복수 πεπαινόμεθα

(우리는) 익힌다

πεπαίνεσθε

(너희는) 익힌다

πεπαίνονται

(그들은) 익힌다

접속법단수 πεπαίνωμαι

(나는) 익히자

πεπαίνῃ

(너는) 익히자

πεπαίνηται

(그는) 익히자

쌍수 πεπαίνησθον

(너희 둘은) 익히자

πεπαίνησθον

(그 둘은) 익히자

복수 πεπαινώμεθα

(우리는) 익히자

πεπαίνησθε

(너희는) 익히자

πεπαίνωνται

(그들은) 익히자

기원법단수 πεπαινοίμην

(나는) 익히기를 (바라다)

πεπαίνοιο

(너는) 익히기를 (바라다)

πεπαίνοιτο

(그는) 익히기를 (바라다)

쌍수 πεπαίνοισθον

(너희 둘은) 익히기를 (바라다)

πεπαινοίσθην

(그 둘은) 익히기를 (바라다)

복수 πεπαινοίμεθα

(우리는) 익히기를 (바라다)

πεπαίνοισθε

(너희는) 익히기를 (바라다)

πεπαίνοιντο

(그들은) 익히기를 (바라다)

명령법단수 πεπαίνου

(너는) 익혀라

πεπαινέσθω

(그는) 익혀라

쌍수 πεπαίνεσθον

(너희 둘은) 익혀라

πεπαινέσθων

(그 둘은) 익혀라

복수 πεπαίνεσθε

(너희는) 익혀라

πεπαινέσθων, πεπαινέσθωσαν

(그들은) 익혀라

부정사 πεπαίνεσθαι

익히는 것

분사 남성여성중성
πεπαινομενος

πεπαινομενου

πεπαινομενη

πεπαινομενης

πεπαινομενον

πεπαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέπαινον

(나는) 익고 있었다

ἐπέπαινες

(너는) 익고 있었다

ἐπέπαινεν*

(그는) 익고 있었다

쌍수 ἐπεπαίνετον

(너희 둘은) 익고 있었다

ἐπεπαινέτην

(그 둘은) 익고 있었다

복수 ἐπεπαίνομεν

(우리는) 익고 있었다

ἐπεπαίνετε

(너희는) 익고 있었다

ἐπέπαινον

(그들은) 익고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεπαινόμην

(나는) 익히고 있었다

ἐπεπαίνου

(너는) 익히고 있었다

ἐπεπαίνετο

(그는) 익히고 있었다

쌍수 ἐπεπαίνεσθον

(너희 둘은) 익히고 있었다

ἐπεπαινέσθην

(그 둘은) 익히고 있었다

복수 ἐπεπαινόμεθα

(우리는) 익히고 있었다

ἐπεπαίνεσθε

(너희는) 익히고 있었다

ἐπεπαίνοντο

(그들은) 익히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὁκόσοισι δὲ ἐν πυρετοῖσι τὰ σκέλεα γίγνεται φυματώδεα, καὶ ἐγχρονιζόμενα μὴ ἐκπεπαίνεται ἔτι ἐόντων ἐν πυρετοῖσιν, ἢν καὶ προσπέσῃ πνιγμὸσ ἐν φάρυγγι, ἰσχνων ἐόντων τῶν περὶ φάρυγγα, καὶ μὴ πεπαίνηται, ἀλλὰ σβεσθῇ, φιλέει τῷ τοιῷδε αἷμα ἐκ τῶν Ῥινῶν Ῥέειν‧ κἢν μὲν πουλὺ Ῥυῇ, λύσιν σημαίνει τῆσ νούσου‧ ἢν δὲ μὴ, μακρήν‧ ὁκόσῳ δ’ ἂν ἔλασσον Ῥυῇ, τοσῷδε χεῖρον καὶ ἐπίμηκεσ‧ ἢν δὲ τἄλλα Ῥήϊστα γένηται, προσδέχεσθαι τῷ τοιῷδε ἐσ πόδασ ἀλγήματα‧ ἢν δὲ ἅψηται τοῦ ποδὸσ, καὶ ἐπώδυνοσ γενόμενοσ παραμένῃ πυριφλεγὴσ γενόμενοσ, καὶ μὴ λυθῇ, κατὰ σμικρὸν ἥξει καὶ ἐσ αὐχένα ἀλγήματα καὶ ἐσ κληῗδα καὶ ἐσ ὦμον καὶ ἐσ στῆθοσ καὶ ἐσ ἄρθρον, καὶ τοῦτο δεήσει φυματῶδεσ γενέσθαι‧ σβεννυμένων δὲ τουτέων, ἢν αἱ χεῖρεσ ἐφέλκωνται ἢ τρομεραὶ γένωνται, σπασμὸσ τὸν τοιόνδε ἐπιλαμβάνει καὶ παραφροσύνη‧ ἀτὰρ καὶ φλυζάκια ἐπὶ τὴν ὀφρὺν, καὶ ἐρυθήματα ἴσχει, καὶ τὸ βλέφαρον τὸ ἕτερον παρὰ τὸ ἕτερον παραβλαστάνει, καὶ σκληρὴ φλεγμονὴ κατέχει, καὶ οἰδέει ἰσχυρῶσ ὁ ὀφθαλμὸσ, καὶ ἡ παραφροσύνη μέγα ἐπιδιδοῖ‧ αἱ δὲ νύκτεσ μᾶλλον σημαίνουσιν ἢ αἱ ἡμέραι τὰ περὶ τὴν παραφροσύνην. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 10.3)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 10.3)

유의어

  1. 익다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION