헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πεδιακός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πεδιακός πεδιακή πεδιακόν

형태분석: πεδιακ (어간) + ος (어미)

어원: pedi/on

  1. of or on the plain: - , the party of the plain

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πεδιακός

(이)가

πεδιακή

(이)가

πεδιακόν

(것)가

속격 πεδιακοῦ

(이)의

πεδιακῆς

(이)의

πεδιακοῦ

(것)의

여격 πεδιακῷ

(이)에게

πεδιακῇ

(이)에게

πεδιακῷ

(것)에게

대격 πεδιακόν

(이)를

πεδιακήν

(이)를

πεδιακόν

(것)를

호격 πεδιακέ

(이)야

πεδιακή

(이)야

πεδιακόν

(것)야

쌍수주/대/호 πεδιακώ

(이)들이

πεδιακᾱ́

(이)들이

πεδιακώ

(것)들이

속/여 πεδιακοῖν

(이)들의

πεδιακαῖν

(이)들의

πεδιακοῖν

(것)들의

복수주격 πεδιακοί

(이)들이

πεδιακαί

(이)들이

πεδιακά

(것)들이

속격 πεδιακῶν

(이)들의

πεδιακῶν

(이)들의

πεδιακῶν

(것)들의

여격 πεδιακοῖς

(이)들에게

πεδιακαῖς

(이)들에게

πεδιακοῖς

(것)들에게

대격 πεδιακούς

(이)들을

πεδιακᾱ́ς

(이)들을

πεδιακά

(것)들을

호격 πεδιακοί

(이)들아

πεδιακαί

(이)들아

πεδιακά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄλλη δὲ τῶν πεδιακῶν, οἳ τὴν ὀλιγαρχίαν ἐζήτουν· (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 13 4:3)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 13 4:3)

  • πάντεσ δὲ τοῦτο ἔδρων ὑπὸ τοῦ δήμου πιστευθέντεσ, ἡ δὲ πίστισ ἦν ἡ ἀπέχθεια ἡ πρὸσ τοὺσ πλουσίουσ, οἱο͂ν Ἀθήνησί τε Πεισίστρατοσ στασιάσασ πρὸσ τοὺσ πεδιακούσ, καὶ Θεαγένησ ἐν Μεγάροισ τῶν εὐπόρων τὰ κτήνη ἀποσφάξασ, λαβὼν παρὰ τὸν ποταμὸν ἐπινέμοντασ, καὶ Διονύσιοσ κατηγορῶν Δαφναίου καὶ τῶν πλουσίων ἠξιώθη τῆσ τυραννίδοσ, διὰ τὴν ἔχθραν πιστευθεὶσ ὡσ δημοτικὸσ ὤν. (Aristotle, Politics, Book 5 89:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 5 89:1)

유의어

  1. of or on the plain

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION