Ancient Greek-English Dictionary Language

παρολιγωρέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παρολιγωρέω παρολιγωρήσω

Structure: παρ (Prefix) + ὀλιγωρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to neglect a little

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρολιγώρω παρολιγώρεις παρολιγώρει
Dual παρολιγώρειτον παρολιγώρειτον
Plural παρολιγώρουμεν παρολιγώρειτε παρολιγώρουσιν*
SubjunctiveSingular παρολιγώρω παρολιγώρῃς παρολιγώρῃ
Dual παρολιγώρητον παρολιγώρητον
Plural παρολιγώρωμεν παρολιγώρητε παρολιγώρωσιν*
OptativeSingular παρολιγώροιμι παρολιγώροις παρολιγώροι
Dual παρολιγώροιτον παρολιγωροίτην
Plural παρολιγώροιμεν παρολιγώροιτε παρολιγώροιεν
ImperativeSingular παρολιγῶρει παρολιγωρεῖτω
Dual παρολιγώρειτον παρολιγωρεῖτων
Plural παρολιγώρειτε παρολιγωροῦντων, παρολιγωρεῖτωσαν
Infinitive παρολιγώρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρολιγωρων παρολιγωρουντος παρολιγωρουσα παρολιγωρουσης παρολιγωρουν παρολιγωρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρολιγώρουμαι παρολιγώρει, παρολιγώρῃ παρολιγώρειται
Dual παρολιγώρεισθον παρολιγώρεισθον
Plural παρολιγωροῦμεθα παρολιγώρεισθε παρολιγώρουνται
SubjunctiveSingular παρολιγώρωμαι παρολιγώρῃ παρολιγώρηται
Dual παρολιγώρησθον παρολιγώρησθον
Plural παρολιγωρώμεθα παρολιγώρησθε παρολιγώρωνται
OptativeSingular παρολιγωροίμην παρολιγώροιο παρολιγώροιτο
Dual παρολιγώροισθον παρολιγωροίσθην
Plural παρολιγωροίμεθα παρολιγώροισθε παρολιγώροιντο
ImperativeSingular παρολιγώρου παρολιγωρεῖσθω
Dual παρολιγώρεισθον παρολιγωρεῖσθων
Plural παρολιγώρεισθε παρολιγωρεῖσθων, παρολιγωρεῖσθωσαν
Infinitive παρολιγώρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρολιγωρουμενος παρολιγωρουμενου παρολιγωρουμενη παρολιγωρουμενης παρολιγωρουμενον παρολιγωρουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to neglect a little

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION