헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραστρατοπεδεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραστρατοπεδεύω

형태분석: παρα (접두사) + στρατοπεδεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to encamp opposite to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστρατοπεδεύω

παραστρατοπεδεύεις

παραστρατοπεδεύει

쌍수 παραστρατοπεδεύετον

παραστρατοπεδεύετον

복수 παραστρατοπεδεύομεν

παραστρατοπεδεύετε

παραστρατοπεδεύουσιν*

접속법단수 παραστρατοπεδεύω

παραστρατοπεδεύῃς

παραστρατοπεδεύῃ

쌍수 παραστρατοπεδεύητον

παραστρατοπεδεύητον

복수 παραστρατοπεδεύωμεν

παραστρατοπεδεύητε

παραστρατοπεδεύωσιν*

기원법단수 παραστρατοπεδεύοιμι

παραστρατοπεδεύοις

παραστρατοπεδεύοι

쌍수 παραστρατοπεδεύοιτον

παραστρατοπεδευοίτην

복수 παραστρατοπεδεύοιμεν

παραστρατοπεδεύοιτε

παραστρατοπεδεύοιεν

명령법단수 παραστρατοπέδευε

παραστρατοπεδευέτω

쌍수 παραστρατοπεδεύετον

παραστρατοπεδευέτων

복수 παραστρατοπεδεύετε

παραστρατοπεδευόντων, παραστρατοπεδευέτωσαν

부정사 παραστρατοπεδεύειν

분사 남성여성중성
παραστρατοπεδευων

παραστρατοπεδευοντος

παραστρατοπεδευουσα

παραστρατοπεδευουσης

παραστρατοπεδευον

παραστρατοπεδευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραστρατοπεδεύομαι

παραστρατοπεδεύει, παραστρατοπεδεύῃ

παραστρατοπεδεύεται

쌍수 παραστρατοπεδεύεσθον

παραστρατοπεδεύεσθον

복수 παραστρατοπεδευόμεθα

παραστρατοπεδεύεσθε

παραστρατοπεδεύονται

접속법단수 παραστρατοπεδεύωμαι

παραστρατοπεδεύῃ

παραστρατοπεδεύηται

쌍수 παραστρατοπεδεύησθον

παραστρατοπεδεύησθον

복수 παραστρατοπεδευώμεθα

παραστρατοπεδεύησθε

παραστρατοπεδεύωνται

기원법단수 παραστρατοπεδευοίμην

παραστρατοπεδεύοιο

παραστρατοπεδεύοιτο

쌍수 παραστρατοπεδεύοισθον

παραστρατοπεδευοίσθην

복수 παραστρατοπεδευοίμεθα

παραστρατοπεδεύοισθε

παραστρατοπεδεύοιντο

명령법단수 παραστρατοπεδεύου

παραστρατοπεδευέσθω

쌍수 παραστρατοπεδεύεσθον

παραστρατοπεδευέσθων

복수 παραστρατοπεδεύεσθε

παραστρατοπεδευέσθων, παραστρατοπεδευέσθωσαν

부정사 παραστρατοπεδεύεσθαι

분사 남성여성중성
παραστρατοπεδευομενος

παραστρατοπεδευομενου

παραστρατοπεδευομενη

παραστρατοπεδευομενης

παραστρατοπεδευομενον

παραστρατοπεδευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to encamp opposite to

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION