Ancient Greek-English Dictionary Language

παρασπίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παρασπίζω παρασπίσω

Structure: παρα (Prefix) + σπίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bear a shield beside, to fight beside, stand by

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασπίζω παρασπίζεις παρασπίζει
Dual παρασπίζετον παρασπίζετον
Plural παρασπίζομεν παρασπίζετε παρασπίζουσιν*
SubjunctiveSingular παρασπίζω παρασπίζῃς παρασπίζῃ
Dual παρασπίζητον παρασπίζητον
Plural παρασπίζωμεν παρασπίζητε παρασπίζωσιν*
OptativeSingular παρασπίζοιμι παρασπίζοις παρασπίζοι
Dual παρασπίζοιτον παρασπιζοίτην
Plural παρασπίζοιμεν παρασπίζοιτε παρασπίζοιεν
ImperativeSingular παρασπίζε παρασπιζέτω
Dual παρασπίζετον παρασπιζέτων
Plural παρασπίζετε παρασπιζόντων, παρασπιζέτωσαν
Infinitive παρασπίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασπιζων παρασπιζοντος παρασπιζουσα παρασπιζουσης παρασπιζον παρασπιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασπίζομαι παρασπίζει, παρασπίζῃ παρασπίζεται
Dual παρασπίζεσθον παρασπίζεσθον
Plural παρασπιζόμεθα παρασπίζεσθε παρασπίζονται
SubjunctiveSingular παρασπίζωμαι παρασπίζῃ παρασπίζηται
Dual παρασπίζησθον παρασπίζησθον
Plural παρασπιζώμεθα παρασπίζησθε παρασπίζωνται
OptativeSingular παρασπιζοίμην παρασπίζοιο παρασπίζοιτο
Dual παρασπίζοισθον παρασπιζοίσθην
Plural παρασπιζοίμεθα παρασπίζοισθε παρασπίζοιντο
ImperativeSingular παρασπίζου παρασπιζέσθω
Dual παρασπίζεσθον παρασπιζέσθων
Plural παρασπίζεσθε παρασπιζέσθων, παρασπιζέσθωσαν
Infinitive παρασπίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασπιζομενος παρασπιζομενου παρασπιζομενη παρασπιζομενης παρασπιζομενον παρασπιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασπίσω παρασπίσεις παρασπίσει
Dual παρασπίσετον παρασπίσετον
Plural παρασπίσομεν παρασπίσετε παρασπίσουσιν*
OptativeSingular παρασπίσοιμι παρασπίσοις παρασπίσοι
Dual παρασπίσοιτον παρασπισοίτην
Plural παρασπίσοιμεν παρασπίσοιτε παρασπίσοιεν
Infinitive παρασπίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασπισων παρασπισοντος παρασπισουσα παρασπισουσης παρασπισον παρασπισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασπίσομαι παρασπίσει, παρασπίσῃ παρασπίσεται
Dual παρασπίσεσθον παρασπίσεσθον
Plural παρασπισόμεθα παρασπίσεσθε παρασπίσονται
OptativeSingular παρασπισοίμην παρασπίσοιο παρασπίσοιτο
Dual παρασπίσοισθον παρασπισοίσθην
Plural παρασπισοίμεθα παρασπίσοισθε παρασπίσοιντο
Infinitive παρασπίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασπισομενος παρασπισομενου παρασπισομενη παρασπισομενης παρασπισομενον παρασπισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION