헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρασκώπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρασκώπτω παρασκώψω

형태분석: παρα (접두사) + σκώπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to jeer indirectly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκώπτω

παρασκώπτεις

παρασκώπτει

쌍수 παρασκώπτετον

παρασκώπτετον

복수 παρασκώπτομεν

παρασκώπτετε

παρασκώπτουσιν*

접속법단수 παρασκώπτω

παρασκώπτῃς

παρασκώπτῃ

쌍수 παρασκώπτητον

παρασκώπτητον

복수 παρασκώπτωμεν

παρασκώπτητε

παρασκώπτωσιν*

기원법단수 παρασκώπτοιμι

παρασκώπτοις

παρασκώπτοι

쌍수 παρασκώπτοιτον

παρασκωπτοίτην

복수 παρασκώπτοιμεν

παρασκώπτοιτε

παρασκώπτοιεν

명령법단수 παρασκώπτε

παρασκωπτέτω

쌍수 παρασκώπτετον

παρασκωπτέτων

복수 παρασκώπτετε

παρασκωπτόντων, παρασκωπτέτωσαν

부정사 παρασκώπτειν

분사 남성여성중성
παρασκωπτων

παρασκωπτοντος

παρασκωπτουσα

παρασκωπτουσης

παρασκωπτον

παρασκωπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκώπτομαι

παρασκώπτει, παρασκώπτῃ

παρασκώπτεται

쌍수 παρασκώπτεσθον

παρασκώπτεσθον

복수 παρασκωπτόμεθα

παρασκώπτεσθε

παρασκώπτονται

접속법단수 παρασκώπτωμαι

παρασκώπτῃ

παρασκώπτηται

쌍수 παρασκώπτησθον

παρασκώπτησθον

복수 παρασκωπτώμεθα

παρασκώπτησθε

παρασκώπτωνται

기원법단수 παρασκωπτοίμην

παρασκώπτοιο

παρασκώπτοιτο

쌍수 παρασκώπτοισθον

παρασκωπτοίσθην

복수 παρασκωπτοίμεθα

παρασκώπτοισθε

παρασκώπτοιντο

명령법단수 παρασκώπτου

παρασκωπτέσθω

쌍수 παρασκώπτεσθον

παρασκωπτέσθων

복수 παρασκώπτεσθε

παρασκωπτέσθων, παρασκωπτέσθωσαν

부정사 παρασκώπτεσθαι

분사 남성여성중성
παρασκωπτομενος

παρασκωπτομενου

παρασκωπτομενη

παρασκωπτομενης

παρασκωπτομενον

παρασκωπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκώψω

παρασκώψεις

παρασκώψει

쌍수 παρασκώψετον

παρασκώψετον

복수 παρασκώψομεν

παρασκώψετε

παρασκώψουσιν*

기원법단수 παρασκώψοιμι

παρασκώψοις

παρασκώψοι

쌍수 παρασκώψοιτον

παρασκωψοίτην

복수 παρασκώψοιμεν

παρασκώψοιτε

παρασκώψοιεν

부정사 παρασκώψειν

분사 남성여성중성
παρασκωψων

παρασκωψοντος

παρασκωψουσα

παρασκωψουσης

παρασκωψον

παρασκωψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκώψομαι

παρασκώψει, παρασκώψῃ

παρασκώψεται

쌍수 παρασκώψεσθον

παρασκώψεσθον

복수 παρασκωψόμεθα

παρασκώψεσθε

παρασκώψονται

기원법단수 παρασκωψοίμην

παρασκώψοιο

παρασκώψοιτο

쌍수 παρασκώψοισθον

παρασκωψοίσθην

복수 παρασκωψοίμεθα

παρασκώψοισθε

παρασκώψοιντο

부정사 παρασκώψεσθαι

분사 남성여성중성
παρασκωψομενος

παρασκωψομενου

παρασκωψομενη

παρασκωψομενης

παρασκωψομενον

παρασκωψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to jeer indirectly

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION