헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρασκοπέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρασκοπέω

형태분석: παρα (접두사) + σκοπέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to give a sidelong glance at
  2. to miss seeing the force of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκόπω

παρασκόπεις

παρασκόπει

쌍수 παρασκόπειτον

παρασκόπειτον

복수 παρασκόπουμεν

παρασκόπειτε

παρασκόπουσιν*

접속법단수 παρασκόπω

παρασκόπῃς

παρασκόπῃ

쌍수 παρασκόπητον

παρασκόπητον

복수 παρασκόπωμεν

παρασκόπητε

παρασκόπωσιν*

기원법단수 παρασκόποιμι

παρασκόποις

παρασκόποι

쌍수 παρασκόποιτον

παρασκοποίτην

복수 παρασκόποιμεν

παρασκόποιτε

παρασκόποιεν

명령법단수 παρασκο͂πει

παρασκοπεῖτω

쌍수 παρασκόπειτον

παρασκοπεῖτων

복수 παρασκόπειτε

παρασκοποῦντων, παρασκοπεῖτωσαν

부정사 παρασκόπειν

분사 남성여성중성
παρασκοπων

παρασκοπουντος

παρασκοπουσα

παρασκοπουσης

παρασκοπουν

παρασκοπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρασκόπουμαι

παρασκόπει, παρασκόπῃ

παρασκόπειται

쌍수 παρασκόπεισθον

παρασκόπεισθον

복수 παρασκοποῦμεθα

παρασκόπεισθε

παρασκόπουνται

접속법단수 παρασκόπωμαι

παρασκόπῃ

παρασκόπηται

쌍수 παρασκόπησθον

παρασκόπησθον

복수 παρασκοπώμεθα

παρασκόπησθε

παρασκόπωνται

기원법단수 παρασκοποίμην

παρασκόποιο

παρασκόποιτο

쌍수 παρασκόποισθον

παρασκοποίσθην

복수 παρασκοποίμεθα

παρασκόποισθε

παρασκόποιντο

명령법단수 παρασκόπου

παρασκοπεῖσθω

쌍수 παρασκόπεισθον

παρασκοπεῖσθων

복수 παρασκόπεισθε

παρασκοπεῖσθων, παρασκοπεῖσθωσαν

부정사 παρασκόπεισθαι

분사 남성여성중성
παρασκοπουμενος

παρασκοπουμενου

παρασκοπουμενη

παρασκοπουμενης

παρασκοπουμενον

παρασκοπουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to miss seeing the force of

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION