헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακμάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακμάζω παρακμάσω παρήκμακα

형태분석: παρ (접두사) + ἀκμάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be past the prime

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακμάζω

παρακμάζεις

παρακμάζει

쌍수 παρακμάζετον

παρακμάζετον

복수 παρακμάζομεν

παρακμάζετε

παρακμάζουσιν*

접속법단수 παρακμάζω

παρακμάζῃς

παρακμάζῃ

쌍수 παρακμάζητον

παρακμάζητον

복수 παρακμάζωμεν

παρακμάζητε

παρακμάζωσιν*

기원법단수 παρακμάζοιμι

παρακμάζοις

παρακμάζοι

쌍수 παρακμάζοιτον

παρακμαζοίτην

복수 παρακμάζοιμεν

παρακμάζοιτε

παρακμάζοιεν

명령법단수 παράκμαζε

παρακμαζέτω

쌍수 παρακμάζετον

παρακμαζέτων

복수 παρακμάζετε

παρακμαζόντων, παρακμαζέτωσαν

부정사 παρακμάζειν

분사 남성여성중성
παρακμαζων

παρακμαζοντος

παρακμαζουσα

παρακμαζουσης

παρακμαζον

παρακμαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακμάζομαι

παρακμάζει, παρακμάζῃ

παρακμάζεται

쌍수 παρακμάζεσθον

παρακμάζεσθον

복수 παρακμαζόμεθα

παρακμάζεσθε

παρακμάζονται

접속법단수 παρακμάζωμαι

παρακμάζῃ

παρακμάζηται

쌍수 παρακμάζησθον

παρακμάζησθον

복수 παρακμαζώμεθα

παρακμάζησθε

παρακμάζωνται

기원법단수 παρακμαζοίμην

παρακμάζοιο

παρακμάζοιτο

쌍수 παρακμάζοισθον

παρακμαζοίσθην

복수 παρακμαζοίμεθα

παρακμάζοισθε

παρακμάζοιντο

명령법단수 παρακμάζου

παρακμαζέσθω

쌍수 παρακμάζεσθον

παρακμαζέσθων

복수 παρακμάζεσθε

παρακμαζέσθων, παρακμαζέσθωσαν

부정사 παρακμάζεσθαι

분사 남성여성중성
παρακμαζομενος

παρακμαζομενου

παρακμαζομενη

παρακμαζομενης

παρακμαζομενον

παρακμαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακμάσω

παρακμάσεις

παρακμάσει

쌍수 παρακμάσετον

παρακμάσετον

복수 παρακμάσομεν

παρακμάσετε

παρακμάσουσιν*

기원법단수 παρακμάσοιμι

παρακμάσοις

παρακμάσοι

쌍수 παρακμάσοιτον

παρακμασοίτην

복수 παρακμάσοιμεν

παρακμάσοιτε

παρακμάσοιεν

부정사 παρακμάσειν

분사 남성여성중성
παρακμασων

παρακμασοντος

παρακμασουσα

παρακμασουσης

παρακμασον

παρακμασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακμάσομαι

παρακμάσει, παρακμάσῃ

παρακμάσεται

쌍수 παρακμάσεσθον

παρακμάσεσθον

복수 παρακμασόμεθα

παρακμάσεσθε

παρακμάσονται

기원법단수 παρακμασοίμην

παρακμάσοιο

παρακμάσοιτο

쌍수 παρακμάσοισθον

παρακμασοίσθην

복수 παρακμασοίμεθα

παρακμάσοισθε

παρακμάσοιντο

부정사 παρακμάσεσθαι

분사 남성여성중성
παρακμασομενος

παρακμασομενου

παρακμασομενη

παρακμασομενης

παρακμασομενον

παρακμασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Θυγάτηρ πατρὶ ἀπόκρυφοσ ἀγρυπνία, καὶ ἡ μέριμνα αὐτῆσ ἀφιστᾷ ὕπνον. ἐν νεότητι αὐτῆσ μήποτε παρακμάσῃ, καὶ συνῳκηκυῖα μήποτε μισηθῇ. (Septuagint, Liber Sirach 42:9)

    (70인역 성경, Liber Sirach 42:9)

  • καὶ διέτριβον ἐν Ἀντίῳ τὸ πρῶτον ὡσ, ὅταν παρακμάσῃ καὶ μαρανθῇ τὸ τῆσ ὀργῆσ, αὖθισ εἰσ Ῥώμην κατιόντεσ. (Plutarch, Brutus, chapter 21 1:2)

    (플루타르코스, Brutus, chapter 21 1:2)

유의어

  1. to be past the prime

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION