헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακινδυνευτικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακινδυνευτικός παρακινδυνευτική παρακινδυνευτικόν

형태분석: παρακινδυνευτικ (어간) + ος (어미)

어원: from parakinduneu/w

  1. venturesome, audacious

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 παρακινδυνευτικός

(이)가

παρακινδυνευτική

(이)가

παρακινδυνευτικόν

(것)가

속격 παρακινδυνευτικοῦ

(이)의

παρακινδυνευτικῆς

(이)의

παρακινδυνευτικοῦ

(것)의

여격 παρακινδυνευτικῷ

(이)에게

παρακινδυνευτικῇ

(이)에게

παρακινδυνευτικῷ

(것)에게

대격 παρακινδυνευτικόν

(이)를

παρακινδυνευτικήν

(이)를

παρακινδυνευτικόν

(것)를

호격 παρακινδυνευτικέ

(이)야

παρακινδυνευτική

(이)야

παρακινδυνευτικόν

(것)야

쌍수주/대/호 παρακινδυνευτικώ

(이)들이

παρακινδυνευτικᾱ́

(이)들이

παρακινδυνευτικώ

(것)들이

속/여 παρακινδυνευτικοῖν

(이)들의

παρακινδυνευτικαῖν

(이)들의

παρακινδυνευτικοῖν

(것)들의

복수주격 παρακινδυνευτικοί

(이)들이

παρακινδυνευτικαί

(이)들이

παρακινδυνευτικά

(것)들이

속격 παρακινδυνευτικῶν

(이)들의

παρακινδυνευτικῶν

(이)들의

παρακινδυνευτικῶν

(것)들의

여격 παρακινδυνευτικοῖς

(이)들에게

παρακινδυνευτικαῖς

(이)들에게

παρακινδυνευτικοῖς

(것)들에게

대격 παρακινδυνευτικούς

(이)들을

παρακινδυνευτικᾱ́ς

(이)들을

παρακινδυνευτικά

(것)들을

호격 παρακινδυνευτικοί

(이)들아

παρακινδυνευτικαί

(이)들아

παρακινδυνευτικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • βούλομαι τοίνυν καὶ παρακινδυνευτικοῦ τινοσ ἅψασθαι λόγου καὶ διαλεχθῆναι τοῖσ διὰ ταῦτα φιλοῦσιν αὐτόν· (Demosthenes, Speeches 21-30, 51:1)

    (데모스테네스, Speeches 21-30, 51:1)

  • φέρε δή, τίνα ἀρχήν τισ ἂν ἄρξαιτο παρακινδυνευτικοῦ λόγου; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 157:3)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 157:3)

  • λείαν δέ τινα ὑπὸ Νομάδων ἀγομένην Μάρκελλοσ ἰδών, καὶ δόξασ ὀλίγουσ εἶναι τοὺσ ἄγοντασ, ἐπέδραμεν αὐτοῖσ μετὰ τριακοσίων ἱππέων σὺν καταφρονήσει, καὶ πρῶτοσ ἡγεῖτο, θυμικὸσ ὢν ἐσ μάχασ καὶ παρακινδυνευτικὸσ ἀεί. (Appian, The Foreign Wars, chapter 8 3:2)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 8 3:2)

유의어

  1. venturesome

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION