헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραείρω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραείρω

형태분석: παρ (접두사) + ἀείρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to lift up beside, to hang on one side

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραείρω

παραείρεις

παραείρει

쌍수 παραείρετον

παραείρετον

복수 παραείρομεν

παραείρετε

παραείρουσιν*

접속법단수 παραείρω

παραείρῃς

παραείρῃ

쌍수 παραείρητον

παραείρητον

복수 παραείρωμεν

παραείρητε

παραείρωσιν*

기원법단수 παραείροιμι

παραείροις

παραείροι

쌍수 παραείροιτον

παραειροίτην

복수 παραείροιμεν

παραείροιτε

παραείροιεν

명령법단수 παράειρε

παραειρέτω

쌍수 παραείρετον

παραειρέτων

복수 παραείρετε

παραειρόντων, παραειρέτωσαν

부정사 παραείρειν

분사 남성여성중성
παραειρων

παραειροντος

παραειρουσα

παραειρουσης

παραειρον

παραειροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραείρομαι

παραείρει, παραείρῃ

παραείρεται

쌍수 παραείρεσθον

παραείρεσθον

복수 παραειρόμεθα

παραείρεσθε

παραείρονται

접속법단수 παραείρωμαι

παραείρῃ

παραείρηται

쌍수 παραείρησθον

παραείρησθον

복수 παραειρώμεθα

παραείρησθε

παραείρωνται

기원법단수 παραειροίμην

παραείροιο

παραείροιτο

쌍수 παραείροισθον

παραειροίσθην

복수 παραειροίμεθα

παραείροισθε

παραείροιντο

명령법단수 παραείρου

παραειρέσθω

쌍수 παραείρεσθον

παραειρέσθων

복수 παραείρεσθε

παραειρέσθων, παραειρέσθωσαν

부정사 παραείρεσθαι

분사 남성여성중성
παραειρομενος

παραειρομενου

παραειρομενη

παραειρομενης

παραειρομενον

παραειρομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τίσ σὰσ παρήειρε φρένασ ᾗσ τὸ πρὶν ἠρήρεισθα; (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 380)

    (작자 미상, 비가, , 380)

유의어

  1. to lift up beside

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION