παραβιάζομαι
비축약 동사;
이상동사
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παραβιάζομαι
παραβιάσομαι
형태분석:
παρα
(접두사)
+
βιάζ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὕτω καὶ παρ’ αὐτῶν ἀνωμολόγηται τῶν ἀνθρώπων, ὅτι μᾶλλον τοῖσ θηρίοισ σωφρονεῖν προσήκει καὶ μὴ παραβιάζεσθαι ταῖσ ἡδοναῖσ τὴν φύσιν. (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 7 15:3)
(플루타르코스, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 7 15:3)
- ἐμπειρίαν ἢ φυσικὴν δύναμιν ἡρμοσμένον, ἐν οἷσ αὐτὸσ ἑαυτοῦ κράτιστόσ ἐστι, ποιεῖσθαι τὰσ ἐρωτήσεισ , καὶ μὴ παραβιάζεσθαι τὸν μὲν ἠθικώτερον φιλοσοφοῦντα φυσικὰσ ἐπάγοντα καὶ μαθηματικὰσ ἀπορίασ, τὸν δὲ τοῖσ φυσικοῖσ σεμνυνόμενον εἰσ συνημμένων ἐπικρίσεισ ἕλκοντα καὶ ψευδομένων λύσεισ. (Plutarch, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 11 1:1)
(플루타르코스, De Recta Ratione Audiendi, chapter, section 11 1:1)
- τὸ δὲ μὴ δυναμένουσ ἢ μὴ πεφυκότασ ἀναδέχεσθαι τὰ τοιαῦτα καὶ παραβιάζεσθαι, πρὸσ τῷ αἰσχρῷ καὶ λυπηρότατόν ἐστιν. (Plutarch, De vitioso pudore, section 12 5:2)
(플루타르코스, De vitioso pudore, section 12 5:2)
- ὅθεν οὐ πάντα πάντων ἐστίν, ἀλλὰ δεῖ τῷ Πυθικῷ γράμματι πειθόμενον αὑτὸν καταμαθεῖν, εἶρα χρῆσθαι πρὸσ ἓν ὃ πέφυκε, καὶ μὴ πρὸσ ἄλλον ἄλλοτε βίου ζῆλον ἕλκειν καὶ παραβιάζεσθαι τὴν φύσιν ἐν ἁρ́μασιν ἵπποσ ἐν δ’ ἀρότρῳ βοῦσ, παρὰ ναῦν δ’ ἰθύει τάχιστα δελφίσ, κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 13 1:1)
(플루타르코스, De tranquilitate animi, section 13 1:1)
- εἶτα χρῆσθαι πρὸσ ἓν ὃ πέφυκε, καὶ μὴ πρὸσ ἄλλον ἄλλοτε βίου ζῆλον ἕλκειν καὶ παραβιάζεσθαι τὴν φύσιν· (Plutarch, De tranquilitate animi, section 13 3:2)
(플루타르코스, De tranquilitate animi, section 13 3:2)
파생어
- ἀποβιάζομαι (to force away, to be forced away or back, to use force)
- βιάζω (묶다, 강요하다, 억지로 시키다)
- εἰσβιάζομαι (싣다)
- ἐκβιάζω (to force out, forced from)
- καταβιάζομαι (묶다, 강요하다)
- προβιάζομαι (강요하다, 잘라내다, 자르다)
- προσβιάζομαι (강요하다, 묶다, 억지로 시키다)
- συμβιάζομαι (to be forced together, to be reduced or extorted by force)