Ancient Greek-English Dictionary Language

παιδοκτόνος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παιδοκτόνος παιδοκτόνον

Structure: παιδοκτον (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ktei/nw

Sense

  1. child-murdering

Examples

  • ἀλλ’ εἶ’, ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν, Νυκτὸσ κελαινῆσ ἀνυμέναιε παρθένε, μανίασ τ’ ἐπ’ ἀνδρὶ τῷδε καὶ παιδοκτόνουσ φρενῶν ταραγμοὺσ καὶ ποδῶν σκιρτήματα ἔλαυνε, κίνει, φόνιον ἐξίει κάλων, ὡσ ἂν πορεύσασ δι’ Ἀχερούσιον πόρον τὸν καλλίπαιδα στέφανον αὐθέντῃ φόνῳ γνῷ μὲν τὸν Ἥρασ οἱο͂́σ ἐστ’ αὐτῷ χόλοσ, μάθῃ δὲ τὸν ἐμόν· (Euripides, Heracles, episode 1:5)
  • ἡμᾶσ ἔχεισ παιδοκτόνουσ σούσ. (Euripides, Heracles, episode, lyric 4:22)
  • ἡ δ’ ὀξυθήκτῳ βωμία περὶ ξίφει λύει κελαινὰ βλέφαρα, κωκύσασα μὲν τοῦ πρὶν θανόντοσ Μεγαρέωσ κλεινὸν λάχοσ, αὖθισ δὲ τοῦδε, λοίσθιον δὲ σοὶ κακὰσ πράξεισ ἐφυμνήσασα τῷ παιδοκτόνῳ. (Sophocles, Antigone, choral, antistrophe 25)
  • ἔρρε, καὶ ἐν κηρῷ παιδοκτόνε. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 137 1:1)

Synonyms

  1. child-murdering

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION