Ancient Greek-English Dictionary Language

παιδαριώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παιδαριώδης παιδαριώδες

Structure: παιδαριωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. childish, puerile

Examples

  • ὁ δὲ Κάτων σφόδρα παροξυνθεὶσ καὶ διακαείσ ἐπεχείρησε μὲν ἐπεξελθεῖν διὰ δίκησ, ὡσ δὲ οἱ φίλοι τοῦτο ἐκώλυσαν, ὀργῇ καὶ νεότητι τρέψασ ἑαυτὸν εἰσ ἰάμβουσ πολλὰ τὸν Σκηπίωνα καθύβρισε, τῷ πικρῷ προσχρησάμενοσ τοῦ Ἀρχιλόχου, τὸ δὲ ἀκόλαστον ἀφεὶσ καὶ παιδαριῶδεσ. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 7 2:1)
  • ὁ δὲ Κάτων σφόδρα παροξυνθεὶσ καὶ διακαεὶσ ἐπεχείρησε μὲν ἐπεξελθεῖν διὰ δίκησ, ὡσ δὲ οἱ φίλοι τοῦτο ἐκωλυσαν, ὀργῇ καὶ νεότητι τρέψασ ἑαυτὸν εἰσ ἰάμβουσ πολλὰ τὸν Σκηπίωνα καθύβρισε, τῷ πικρῷ προσχρησάμενοσ τοῦ Ἀρχιλόχου, τὸ δὲ ἀκόλαστον ἀφεὶσ καὶ παιδαριῶδεσ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , section65)
  • καὶ ὅσα συντείνει εἰσ τὸ ἀβέβαιον καὶ κενόσπουδον ἅμα καὶ παιδαριῶδεσ τῶν ἀνθρώπων. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ia'. PURRWN 7:9)

Synonyms

  1. childish

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION