- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀνείδισμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: oneidisma 고전 발음: [오네] 신약 발음: [오니디]

기본형: ὀνείδισμα ὀνείδισματος

형태분석: ὀνειδισματ (어간)

어원: from ὀνειδίζω

  1. 모욕, 비난, 탓, 원망
  1. insult, reproach, blame

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὀνείδισμα

모욕이

ὀνειδίσματε

모욕들이

ὀνειδίσματα

모욕들이

속격 ὀνειδίσματος

모욕의

ὀνειδισμάτοιν

모욕들의

ὀνειδισμάτων

모욕들의

여격 ὀνειδίσματι

모욕에게

ὀνειδισμάτοιν

모욕들에게

ὀνειδίσμασι(ν)

모욕들에게

대격 ὀνείδισμα

모욕을

ὀνειδίσματε

모욕들을

ὀνειδίσματα

모욕들을

호격 ὀνείδισμα

모욕아

ὀνειδίσματε

모욕들아

ὀνειδίσματα

모욕들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διὰ τοῦτο προφήτευσον καὶ εἰπόν. τάδε λέγει Κύριος Κύριος. ἀντὶ τοῦ ἀτιμασθῆναι ὑμᾶς καὶ μισηθῆναι ὑμᾶς ὑπὸ τῶν κύκλῳ ὑμῶν τοῦ εἶναι ὑμᾶς εἰς κατάσχεσιν τοῖς καταλοίποις ἔθνεσι καὶ ἀνέβητε λάλημα γλώσσῃ καὶ εἰς ὀνείδισμα ἔθνεσι, (Septuagint, Prophetia Ezechielis 36:3)

    (70인역 성경, 에제키엘서 36:3)

  • τὸν δὲ δεινὸν ποιησάμενον πέμψαι ἐς τὸ μαντήιον τῷ θεῷ ὀνείδισμα, ἀντιμεμφόμενον ὅτι ὁ μὲν αὐτοῦ πατὴρ καὶ πάτρως, ἀποκληίσαντες τὰ ἱρὰ καὶ θεῶν οὐ μεμνημένοι ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀνθρώπους φθείροντες, ἐβίωσαν χρόνον ἐπὶ πολλόν, αὐτὸς δ εὐσεβὴς ἐὼν μέλλοι ταχέως οὕτω τελευτήσειν. (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 133 3:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 2, chapter 133 3:1)

유의어

  1. 모욕

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION