Ancient Greek-English Dictionary Language

ὁμότροφος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὁμότροφος ὁμότροφον

Structure: ὁμοτροφ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: tre/fw

Sense

  1. reared or bred together with
  2. where we fed in common

Examples

  • τῇσι μὲν οὔτ’ αἰσχρὴ μεταμέλπεται οὔτ’ ἐλάχεια, ἀλλὰ μάλα μεγάλη τε ἰδεῖν καὶ εἶδοσ ἀγητή, Ἄρτεμισ ἰοχέαιρα ὁμότροφοσ Ἀπόλλωνι. (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 2:7)
  • παρθένον ἰοχέαιραν, ὁμότροφον Ἀπόλλωνοσ, ἥθ’ ἵππουσ ἄρσασα βαθυσχοίνοιο Μέλητοσ ῥίμφα διὰ Σμύρνησ παγχρύσεον ἁρ́μα διώκει ἐσ Κλάρον ἀμπελόεσσαν, ὅθ’ ἀργυρότοξοσ Ἀπόλλων ἧσται μιμνάζων ἑκατηβόλον ἰοχέαιραν. (Anonymous, Homeric Hymns, 2:2)
  • Δίκα καὶ ὁμότροφοσ Εἰρήνα, ταμίαι ἀνδράσι πλούτου, χρύσεαι παῖδεσ εὐβούλου Θέμιτοσ· (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 13 2:1)
  • πολλῶν δὲ ἐόντων ὁμοτρόφων τοῖσι ἀνθρώποισι θηρίων πολλῷ ἂν ἔτι πλέω ἐγίνετο, εἰ μὴ κατελάμβανε τοὺσ αἰελούρουσ τοιάδε· (Herodotus, The Histories, book 2, chapter 66 2:1)

Synonyms

  1. reared or bred together with

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION