Ancient Greek-English Dictionary Language

νηλίπους

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: νηλίπους νηλίπουν

Structure: νηλιποδ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: Commonly deriv. from nh-, h)=liy without shoe.

Sense

  1. unshod, barefooted

Examples

  • ἡ μὲν ἐξ ὅτου νέασ τροφῆσ ἔληξε καὶ κατίσχυσεν δέμασ, ἀεὶ μεθ’ ἡμῶν δύσμοροσ πλανωμένη γερονταγωγεῖ, πολλὰ μὲν κατ’ ἀγρίαν ὕλην ἄσιτοσ νηλίπουσ τ’ ἀλωμένη, πολλοῖσι δ’ ὄμβροισ ἡλίου τε καύμασιν μοχθοῦσα τλήμων δεύτερ’ ἡγεῖται τὰ τῆσ οἴκοι διαίτησ, εἰ πατὴρ τροφὴν ἔχοι. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 2:4)

Synonyms

  1. unshod

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION