헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μοχλεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μοχλεύω

형태분석: μοχλεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: moxlo/s

  1. to prise up, heave up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μοχλεύω

μοχλεύεις

μοχλεύει

쌍수 μοχλεύετον

μοχλεύετον

복수 μοχλεύομεν

μοχλεύετε

μοχλεύουσιν*

접속법단수 μοχλεύω

μοχλεύῃς

μοχλεύῃ

쌍수 μοχλεύητον

μοχλεύητον

복수 μοχλεύωμεν

μοχλεύητε

μοχλεύωσιν*

기원법단수 μοχλεύοιμι

μοχλεύοις

μοχλεύοι

쌍수 μοχλεύοιτον

μοχλευοίτην

복수 μοχλεύοιμεν

μοχλεύοιτε

μοχλεύοιεν

명령법단수 μόχλευε

μοχλευέτω

쌍수 μοχλεύετον

μοχλευέτων

복수 μοχλεύετε

μοχλευόντων, μοχλευέτωσαν

부정사 μοχλεύειν

분사 남성여성중성
μοχλευων

μοχλευοντος

μοχλευουσα

μοχλευουσης

μοχλευον

μοχλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μοχλεύομαι

μοχλεύει, μοχλεύῃ

μοχλεύεται

쌍수 μοχλεύεσθον

μοχλεύεσθον

복수 μοχλευόμεθα

μοχλεύεσθε

μοχλεύονται

접속법단수 μοχλεύωμαι

μοχλεύῃ

μοχλεύηται

쌍수 μοχλεύησθον

μοχλεύησθον

복수 μοχλευώμεθα

μοχλεύησθε

μοχλεύωνται

기원법단수 μοχλευοίμην

μοχλεύοιο

μοχλεύοιτο

쌍수 μοχλεύοισθον

μοχλευοίσθην

복수 μοχλευοίμεθα

μοχλεύοισθε

μοχλεύοιντο

명령법단수 μοχλεύου

μοχλευέσθω

쌍수 μοχλεύεσθον

μοχλευέσθων

복수 μοχλεύεσθε

μοχλευέσθων, μοχλευέσθωσαν

부정사 μοχλεύεσθαι

분사 남성여성중성
μοχλευομενος

μοχλευομενου

μοχλευομενη

μοχλευομενης

μοχλευομενον

μοχλευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to prise up

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION