헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μορέω μορήσω

형태분석: μορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: mo/ros

  1. to make with pain and toil

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μόρω

μόρεις

μόρει

쌍수 μόρειτον

μόρειτον

복수 μόρουμεν

μόρειτε

μόρουσιν*

접속법단수 μόρω

μόρῃς

μόρῃ

쌍수 μόρητον

μόρητον

복수 μόρωμεν

μόρητε

μόρωσιν*

기원법단수 μόροιμι

μόροις

μόροι

쌍수 μόροιτον

μοροίτην

복수 μόροιμεν

μόροιτε

μόροιεν

명령법단수 μο͂ρει

μορεῖτω

쌍수 μόρειτον

μορεῖτων

복수 μόρειτε

μοροῦντων, μορεῖτωσαν

부정사 μόρειν

분사 남성여성중성
μορων

μορουντος

μορουσα

μορουσης

μορουν

μορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μόρουμαι

μόρει, μόρῃ

μόρειται

쌍수 μόρεισθον

μόρεισθον

복수 μοροῦμεθα

μόρεισθε

μόρουνται

접속법단수 μόρωμαι

μόρῃ

μόρηται

쌍수 μόρησθον

μόρησθον

복수 μορώμεθα

μόρησθε

μόρωνται

기원법단수 μοροίμην

μόροιο

μόροιτο

쌍수 μόροισθον

μοροίσθην

복수 μοροίμεθα

μόροισθε

μόροιντο

명령법단수 μόρου

μορεῖσθω

쌍수 μόρεισθον

μορεῖσθων

복수 μόρεισθε

μορεῖσθων, μορεῖσθωσαν

부정사 μόρεισθαι

분사 남성여성중성
μορουμενος

μορουμενου

μορουμενη

μορουμενης

μορουμενον

μορουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION