헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μονογενής

3군 변화 형용사; 기독교 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μονογενής μονογενές

형태분석: μονογενη (어간) + ς (어미)

어원: gi/gnomai

  1. being the only member of a kin or kind, (Christianity, of Christ) only-begotten of God

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 μονογενής

(이)가

μονόγενες

(것)가

속격 μονογενούς

(이)의

μονογένους

(것)의

여격 μονογενεί

(이)에게

μονογένει

(것)에게

대격 μονογενή

(이)를

μονόγενες

(것)를

호격 μονογενές

(이)야

μονόγενες

(것)야

쌍수주/대/호 μονογενεί

(이)들이

μονογένει

(것)들이

속/여 μονογενοίν

(이)들의

μονογένοιν

(것)들의

복수주격 μονογενείς

(이)들이

μονογένη

(것)들이

속격 μονογενών

(이)들의

μονογένων

(것)들의

여격 μονογενέσιν*

(이)들에게

μονογένεσιν*

(것)들에게

대격 μονογενείς

(이)들을

μονογένη

(것)들을

호격 μονογενείς

(이)들아

μονογένη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ρῦσαι ἀπὸ ῥομφαίασ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐκ χειρὸσ κυνὸσ τὴν μονογενῆ μου. (Septuagint, Liber Psalmorum 21:21)

    (70인역 성경, 시편 21:21)

  • Κύριε, πότε ἐπόψῃ̣ ἀποκατάστησον τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τῆσ κακουργίασ αὐτῶν, ἀπὸ λεόντων τὴν μονογενῆ μου. (Septuagint, Liber Psalmorum 34:17)

    (70인역 성경, 시편 34:17)

  • "προσαγορεύειν ἐν οἷσ τε μάχεται τοῖσ ἀπείρουσ κόσμουσ ὑποτιθεμένοισ, αὑτῷ δή φησὶ δοκεῖν ἕνα τοῦτον εἶναι μονογενῆ τῷ θεῷ καὶ ἀγαπητόν, ἐκ τοῦ σωματοειδοῦσ παντὸσ ὅλον καὶ τέλειον καὶ αὐτάρκη γεγενημένον. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 23 4:4)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 23 4:4)

  • "ἔπειτα τῷ λόγῳ μᾶλλον ἕπεται τὸ τῷ θεῷ μὴ μονογενῆ μηδ’ ἔρημον εἶναι τὸν κόσμον. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 243)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 243)

  • υἱὸν δὲ λέγεται μονογενῆ καταλιπεῖν Ἀντίωρον οὗ τελευτήσαντοσ ἀτέκνου τὸ γένοσ ἐξέλιπεν. (Plutarch, Lycurgus, chapter 31 4:2)

    (플루타르코스, Lycurgus, chapter 31 4:2)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION